Γεωργία - Αθανασία Γεωργουλέα
Ηθική και Δικαιοσύνη: Ωφελιμισμός εναντίον Καντιανής Ηθικής
📝 Άρθρο της Γεωργίας - Αθανασίας Γεωργουλέα, Προπτυχιακής φοιτήτριας Νομικής ΕΚΠΑ
Τι είναι το δίκαιο; Ποια είναι η ύψιστη αρχή; Ο Μπένθαμ, ο Μιλλ και ο Καντ συγκρούονται προσπαθώντας ο καθένας να δώσει μια απάντηση στα καίρια αυτά ερωτήματα και να ορίσει τις έννοιες της ηθικής συμπεριφοράς και του δικαίου. Οι θεωρίες τους, οι οποίες διαπνέουν ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου στοχασμού για την ηθική, την πολιτική και τον νόμο, μας καλούν να προβληματιστούμε σχετικά με το θεμέλιο του νόμου. Πρέπει ο νόμος να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της ευτυχίας των πολλών ή τελικά υπάρχουν αξίες που πρέπει να διαφυλάσσονται ανεξάρτητα από τις περιστάσεις και τις εκάστοτε επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου;
Η νομική και η φιλοσοφία είναι δύο επιστήμες που παρουσιάζουν αρκετές διαφορές, αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης. Αυτό ανάγεται κυρίως στη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ δικαιοσύνης ως αξίας και της ηθικής. Η έννοια του νόμου δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την έννοια του δικαίου, καθώς στον πυρήνα κάθε νομικού συστήματος βρίσκεται η υπέρτατη ηθική αξία της δικαιοσύνης[1]. Τι είναι, λοιπόν, το δίκαιο; Ποια είναι η ύψιστη αρχή της δικαιοσύνης; Πώς πρέπει να δρα ο πολίτης; Αυτές οι ερωτήσεις απασχόλησαν πολλούς φιλοσόφους, μεταξύ των οποίων και τους Τζέρεμι Μπένθαμ, Τζων Στιούαρτ Μιλλ και Ιμμάνουελ Καντ.
Ο Μπένθαμ υπήρξε ο θεμελιωτής του ωφελιμισμού, γνωστού και ως «η αρχή της μεγαλύτερης ευημερίας». Σύμφωνα με αυτή την φιλοσοφική θεωρία, ύψιστη αρχή είναι η μεγιστοποίηση της ευτυχίας σε σχέση με την οδύνη για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων, δηλαδή η μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας[2]. Ο Μπένθαμ υποστήριξε ότι η ωφελιμότητα είναι το λογικό θεμέλιο τόσο της ηθικής όσο και του νόμου. Μάλιστα, στην αρχή του ωφελιμισμού στήριξε τις προτάσεις του για μια πιο αποτελεσματική ποινική δικαιοσύνη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την σύλληψή του για τον ιδανικό τρόπο λειτουργίας των φυλακών («Πανοπτικόν[3]»). Άλλωστε, και η ίδια η ύπαρξη του νόμου αποδίδεται στην ωφελιμότητα: ο νόμος υπάρχει, καθώς τα μέλη της κοινωνίας είναι πιο ευτυχή χάρη σε αυτόν. Ο νόμος κατά τον Μπένθαμ πρέπει να εξασφαλίζει την μεγαλύτερη ευτυχία. Οφείλει, δηλαδή, να υποχρεώνει τον πολίτη να προτάσσει τις επιθυμίες του συνόλου και ταυτόχρονα να επιβάλλει κυρώσεις σε αυτόν που προκαλεί βλάβη και οδύνη[4].
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που εντοπίζουν πολλοί στη θεωρία του ωφελιμισμού είναι ότι δεν αποδίδει επαρκή σημασία στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ατομικά δικαιώματα. Το πρόβλημα αυτό αναδεικνύεται ιδιαίτερα στην περίπτωση των βασανιστηρίων κατά την ανάκριση ύποπτων τρομοκρατών. Σύμφωνα με τις απόψεις του Μπένθαμ, η τιμωρία η οποία πρέπει να επιβάλλεται σε κάποιον που παραβίασε τον νόμο, είναι η πρόκληση πόνου εις βάρος του παραβάτη. Μάλιστα, τονίζει ότι ο πόνος της τιμωρίας του παραβάτη πρέπει να είναι μεγαλύτερος από την ευχαρίστηση που βίωσε ως συνέπεια της παραβίασης του νόμου[5]. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι με κάποιον τρόπο είμαστε βέβαιοι ότι ένα άτομο που ανακρίνεται τοποθέτησε και γνωρίζει πού βρίσκεται μια βόμβα, η οποία θα σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους. Με ωφελιμιστικά επιχειρήματα είναι πολύ εύκολο να δικαιολογηθεί ο βασανισμός του, προκειμένου να αποφευχθεί ο θάνατος και η οδύνη σε μαζική κλίμακα. Πολλοί επικριτές του Μπένθαμ ισχυρίστηκαν ότι ο φιλόσοφος είναι πρόθυμος να θυσιάσει κάθε ατομικό δικαίωμα στον βωμό της συλλογικής ευτυχίας και, κατά συνέπεια, να επιτρέψει την διαμόρφωση ενός είδους τυραννίας της πλειοψηφίας[6].
Παρά ταύτα, μπορεί να υποστηριχθεί φιλοσοφικά ότι οι ωφελιμιστές δεν τίθενται απαραίτητα κατά των ατομικών δικαιωμάτων. Σημαντική προσπάθεια να συμβιβάσει την ιδέα των ατομικών δικαιωμάτων με αυτή του ωφελιμισμού κατέβαλε ο μεταγενέστερος φιλόσοφος Τζον Στιούαρτ Μιλλ. Ο Μιλλ προσπάθησε να καταστήσει τον ωφελιμισμό πιο ανθρώπινο και να απομακρυνθεί λίγο από τον υπολογιστικό χαρακτήρα οφέλους-κόστους που χαρακτηρίζει τη θεωρία του ωφελιμισμού. Για αυτόν τον σκοπό θεώρησε ότι πρέπει να μεγιστοποιούμε την ωφελιμότητα όχι κατά περίπτωση αλλά μακροπρόθεσμα. Υποστήριξε ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα τη συλλογική ευημερία. Με την ερμηνεία του Μιλλ για τον ωφελιμισμό, η οποία θέτει τα ατομικά δικαιώματα στην υπηρεσία της συλλογικής ευημερίας, τάχθηκαν και σύγχρονοι μελετητές. Ειδικότερα, τα ατομικά δικαιώματα δεν θεωρούνται ασυμβίβαστα με τον ωφελιμισμό αλλά μέσα για την επίτευξή του, επειδή δημιουργούν στους πολίτες αίσθηση ασφάλειας, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την παραγωγικότητά τους και την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο. Επομένως, ο Μπένθαμ θα μπορούσε να τάσσεται υπέρ των ίσων ατομικών δικαιωμάτων, καθώς εξασφαλίζουν την σταθερότητα και την ασφάλεια που είναι απαραίτητες για την επιδίωξη των κοινωνικών στόχων[7].
Όμως, εύλογα υποστηρίζεται ότι ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προαγωγής της κοινωνικής προόδου τα καθιστά έρμαια της συγκυρίας. Για παράδειγμα, σε μια τυραννική κοινωνία, στην οποία η σταθερότητα και η ασφάλεια έχουν εξασφαλιστεί με δεσποτικά μέσα, ο σεβασμός των δικαιωμάτων δεν θα θεωρείτο πλέον από τον Μπένθαμ ηθικά αναγκαίος[8]. Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται ο Μιλλ, ο οποίος δεν αποδέχεται τη θυσία της ατομικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά προσπαθεί να τις υποστηρίξει με ωφελιμιστικά κριτήρια. Επομένως, ο Μιλλ στην πραγματικότητα δεν εξελίσσει την άποψη του Μπένθαμ, αλλά την απορρίπτει.
Οι απόψεις του Μιλλ προσιδιάζουν στη θεωρία του μεγαλύτερου πολέμιου του ωφελιμισμού, του Ιμμάνουελ Καντ. Στο έργο του «Θεμέλια», ο Καντ ασκεί δριμεία κριτική στον ωφελιμισμό, υποστηρίζοντας ότι η ουσία της ηθικής δεν είναι η μεγιστοποίηση της ευτυχίας ή κάποιος άλλος σκοπός, αλλά ο σεβασμός στο πρόσωπο ως αυτοσκοπός[9]. Αντίθετα, ο ωφελιμισμός -κατά τον Καντ- δεν σέβεται τον άνθρωπο, καθώς τον αντιμετωπίζει ως αντικείμενο και τον χρησιμοποιεί ως μέσο για την επίτευξη ενός απώτερου σκοπού, δηλαδή την ευτυχία των άλλων. Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι δεν διδάσκει τον άνθρωπο να διακρίνει το ηθικά ορθό και λάθος, αλλά αναπτύσσει σε αυτόν τον «συμφεροντολογικό υπολογισμό». Πιστεύει ότι ο ωφελιμισμός ευτελίζει την αξία της ηθικής, αφού είναι συνεπειοκρατικός και στηρίζεται στις επικρατούσες ηθικά αμφίβολες επιθυμίες της κοινωνίας και στις εκάστοτε περιστάσεις. Σύμφωνα με την άποψη του Καντ, η ηθική δεν μπορεί να στηρίζεται σε εμπειρικά κριτήρια, δηλαδή μεταβλητούς και τυχαίους παράγοντες, αλλά μόνο στο κίνητρο, στην αρχή μιας πράξης. Ως το μόνο σωστό κίνητρο αναγνωρίζει το καθήκον, δηλαδή το να πράττουμε το σωστό, απλώς επειδή είναι σωστό και όχι για ιδιοτελείς λόγους ή για την εκπλήρωση των επιθυμιών μας. Καλεί όλους τους ανθρώπους να δρουν σύμφωνα με την «αρχή της καθολικότητας», δηλαδή να δρουν με βάση αρχές που θα μπορούσαν να καθολικευτούν χωρίς αντιφάσεις.
Χαρακτηριστικό της αντίθεσης μεταξύ της καντιανής ηθικής και του ωφελιμισμού είναι η τεράστια αξία, την οποία ο Καντ αποδίδει στην ατομικότητα και την ανθρωπότητα. Ισχυρίζεται ότι όλοι έχουμε καθήκον σεβασμού απέναντι σε όλα τα πρόσωπα ως ορθολογικά όντα, ως φορείς της ανθρωπότητας. Σε αυτό το σημείο φαίνεται χαρακτηριστικά η σχέση ανάμεσα στον λόγο και την ανθρώπινη φύση. Ο Καντ θεωρεί ότι ο λόγος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, καθώς τον διακρίνει από τα ζώα και του παρέχει τη δυνατότητα να είναι ελεύθερος. Πιο συγκεκριμένα, ο άνθρωπος, για να είναι ελεύθερος, πρέπει να δρα σύμφωνα με έναν νόμο που καθορίζει ο ίδιος. Αυτόν τον ρόλο «νομοθέτη» επιτελεί ο λόγος, ο οποίος εμποδίζει τον άνθρωπο από το να γίνεται έρμαιο των παθών του και του υποδεικνύει την ηθική συμπεριφορά. Κατ΄ επέκτασιν , τα δικαιώματα κάθε όντος που καθοδηγείται από τον Ορθό Λόγο, δηλαδή τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου, είναι απαραίτητο να γίνονται σεβαστά, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυτονομία του, η ελευθερία του[10]. Επίσης, αν συνδυάσουμε την κατηγορική προσταγή του Καντ «Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο» με τον καθολικό του κανόνα «Πράττε μόνο σύμφωνα με έναν τέτοιο γνώμονα, μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις, αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος», ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων που προτάσσει ο Καντ, δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση. Η καταπάτηση, δηλαδή, αυτών των πρωταρχικής σημασίας δικαιωμάτων δεν είναι ηθικά δικαιολογημένη ούτε αν συμβάλλει στην καθολική ευτυχία, όπως υποστηρίζει ο ωφελιμισμός. Επομένως, είναι προφανές, γιατί ο Καντ έχει χαρακτηριστεί «πατέρας» των ατομικών δικαιωμάτων και γιατί η φιλοσοφία του θεωρείται το θεμέλιο των θεωριών περί οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έχοντας προσεγγίσει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις των Μπένθαμ, Μιλλ και Καντ περί ηθικής, δικαίου και νόμου προκύπτει εύλογα το ερώτημα, κατά πόσον οι αντιλήψεις αυτές έχουν επηρεάσει τη σύγχρονη νομική σκέψη. Ακόμη και αν ο ωφελιμισμός, όπως τον συνέλαβε ο Μπένθαμ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η αξία των ατομικών δικαιωμάτων είναι αδιαμφισβήτητη, η ιδέα της ωφελιμότητας ενός νόμου και του ρόλου της νομοθεσίας ως εγγύηση της ευημερίας και της ασφάλειας μιας κοινωνίας χαρακτηρίζει τις περισσότερες έννομες τάξεις. Από την άλλη πλευρά, η αυταξία του ανθρώπου που υποστήριξε ο Καντ αποτελεί τον πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατικών συνταγμάτων, τα οποία έχουν ως στόχο την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου ανεξαιρέτως. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η νομοθεσία δεν χαρακτηρίζεται από την κατηγορηματικότητα των απόψεων του Καντ, ο οποίος θεωρούσε μέχρι και το ψεύδος προσβολή της αξίας του ανθρώπου.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς εύκολα ότι το νομικό σύστημα που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας δεν πηγάζει κατευθείαν από μία αποκλειστικά φιλοσοφική αρχή. Δεν ζούμε, δηλαδή, ούτε σε έναν κόσμο ωφελιμισμού ούτε σε έναν καντιανό κόσμο. Αντίθετα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην ηθική βάση του νόμου βρίσκονται πάμπολλες φιλοσοφικές θεωρίες περί δικαίου. Αυτό εξηγείται ίσως από το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση και κοινωνία είναι περίπλοκες και ο νόμος αντανακλά τον σύνθετο χαρακτήρα της ζωής μας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Byrd, Shardon and Hruschka, Joachim, Kant and Law, Ashgate Publishing Company, 2007, σ. 3 [2] Sandel, Michael, Δικαιοσύνη: Τι είναι σωστό;, Πόλις, 2012, σ. 54 [3] Το Πανοπτικόν είναι τύπος φυλακής με κεντρικό πύργο ελέγχου διαχειριζόμενο από έναν φύλακα. Ο πύργος είναι κτισμένος με τέτοιο τρόπο ώστε οι τρόφιμοι να μην μπορούν να γνωρίζουν σε ποιο σημείο βρίσκεται ο φύλακας, αν τους παρακολουθεί ή όχι. Το Πανοπτικόν θα διοικείτο από έναν ιδιώτη που θα ωφελούνταν από τους καρπούς της εργασίας των τροφίμων. [4] James, M. H., Bentham and legal theory, Northern Ireland Legal Quarterly, 1973, σ. 16 [5] James, M. H., ο.π., σ. 14 [6] Postema, Jeremy, Bentham: moral, political and legal philosophy, The international library of critical essays in the history of philosophy, τόμος 1, 2001, σ. 25 (εισαγωγή) [7] Postema, Jeremy, ο.π., σ. 368 [8] Sandel, Michael, ο.π., σ. 76 [9] Sandel, Michael, ο.π., σ. 150 [10] Sandel, Michael, ο.π., σ. 176-177
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
● Σούρλας, Παύλος, «Justi atque injusti scientia-Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου», Α.Ν. Σάκκουλας, 2015
● Byrd, Shardon and Hruschka, Joachim, “Kant and Law”, Ashgate Publishing Company, 2007
● James, M. H., “Bentham and legal theory”, Northern Ireland Legal Quarterly, 1973
● Sandel, Michael, «Δικαιοσύνη:Τι είναι σωστό;», Πόλις, 2012
● Postema, Jeremy, “Bentham: moral, political and legal philosophy”, The international library of critical essays in the history of philosophy, τόμος 1, 2001