- Αναστασία Δρόσου
Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ
Λόγοι και διπλωματική διαδικασία ένταξης
📝 Άρθρο της Αναστασίας Δρόσου, φοιτήτριας του Τμήματος Νομικής ΕΚΠΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σταθμός στη σύγχρονη διπλωματική ιστορία της Ελλάδας αποτελεί η μετεμφυλική περίοδος. Η χώρα, έχοντας μόλις επιζήσει έναν οδυνηρό παγκόσμιο πόλεμο και έναν επίσης οδυνηρό εμφύλιο, κλυδωνιζόταν εκίνη την περίοδο από διλήμματα όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν απόρροια συναφών πολιτικών επιλογών και επιδιώξεων, με σκοπό να εμπεδωθεί η θέση της Ελλάδας στα ψυχροπολεμικά δεδομένα της νέας διεθνούς πραγματικότητας.
Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας, θα εξετάσω τους ιστορικούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς και, κυρίως, πολιτικούς λόγους ένταξης της χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Στο δεύτερο τμήμα, θα παρουσιάσω τις προσπάθειες για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς και τη διπλωματική διαδικασία που ακολουθήθηκε.
ΛΟΓΟΙ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΝΑΤΟ
Η διεθνής αυτή συγκυρία αντικατοπτρίζει το δίλημμα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Ειδικότερα, η ελληνική διπλωματική πολιτική την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηρίστηκε από μια περισσότερο προσαρμοστική πολιτική, προσανατολισμένη στη διασφάλιση των ελληνικών εδαφών και την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Εξάλλου, η κατάρρευση της Κοινωνίας των Εθνών ωθούσε τα κράτη σε παραδοσιακούς συμμαχικούς συνασπισμούς[1]. Ταυτόχρονα, η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία είχαν τεθεί υπό κομμουνιστικά καθεστώτα και υπό την επιρροή της Σοβιετική Ένωσης. Τα βόρεια, λοιπόν, σύνορα της Ελλάδας κινδύνευαν από μία νέα απειλή[2]. Επομένως, η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η οριστική σύνταξη με τις δυτικές δυνάμεις θεωρήθηκε ως δικλείδα ασφαλείας για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και την αποσόβηση μιας πιθανής διπλωματικής απομόνωσης[3].
Όμως, και οι ίδιες οι συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της χώρας ωθούσαν τους πολιτικούς της προς την επιθυμία σύμπραξης με τους Δυτικούς. Η μεταπολεμική Ελλάδα είχε υποστεί χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες, η οικονομική παραγωγή και η ναυτιλία της είχαν αποδεκατιστεί, οι υποδομές της ήταν ελλιπέστατες, ενώ ταυτόχρονα αποτελούνταν κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η περιγραφή αυτή υπογραμμίζει την αδυναμία της χώρας σε όλα τα επίπεδα και την ανάγκη αναζήτησης οικονομικών και στρατιωτικών ερεισμάτων, προκειμένου να διαδραματίσει δυναμικότερο ρόλο στη νέα διεθνή πραγματικότητα[4].
Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αυτή επέδρασε στην επιδίωξη ένταξης στο ΝΑΤΟ, ως συμμαχικής ένωσης με τα κράτη της Δύσης. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα είχε μόλις ζήσει έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των αστικών κομμάτων και όσων εμφορούνταν από την κομμουνιστική ιδεολογία, στον οποίο νικήτρια αναδείχθηκε η πρώτη παράταξη[5]. Η μεταπολεμική Ελλάδα, ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια, και υπό τη σκιά του εμφυλίου κυβερνήθηκε αυταρχικά σε ένα πλαίσιο ελλειμματικών δημοκρατικών θεσμών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμενε εκτός νόμου, υπήρχαν πολλοί εξόριστοι κομμουνιστές, ενώ άλλοι δεν είχαν καν δικαίωμα ψήφου[6]. Εξάλλου, η καταστολή του κομμουνισμού αναδείχθηκε σε κύριο στόχο των μετεμφυλικών κυβερνήσεων, σε βάρος συχνά της οικονομικής ανασυγκρότησης[7]. Φυσική προέκταση της πολιτικής αυτής ήταν η επιλογή του Δυτικού Συνασπισμού ως επιθυμητή στο πλαίσιο του διπολικού συστήματος.
Η Ελλάδα, πάντως, βρισκόταν υπό την αμερικανική σφαίρα επιρροής ήδη πριν εκφράσει την επιθυμία της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Η χώρα, που παραδοσιακά εντασσόταν στη σφαίρα επιρροής των Βρετανών, βρέθηκε αίφνης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, καθώς οι Βρετανοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να συμβάλλουν στην οικονομική και κοινωνική της ανόρθωση. Η οικονομική, στρατιωτική και συμβουλευτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα (και την Τουρκία) εκφράστηκε εν πρώτοις με το «δόγμα Τρούμαν», με σκοπό τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο[8]. Δεύτερον, με το λεγόμενο «σχέδιο Μάρσαλ» οι Αμερικανοί συνέδραμαν οικονομικά τα κράτη της δυτικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με στόχο την ανοικοδόμησή τους και την αποσόβηση της κομμουνιστικής απειλής. Εξάλλου, η επιχειρηματικότητα των ΗΠΑ θα κινδύνευε χωρίς πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές[9].
Η αμερικανική αντίληψη για τον ρόλο της διπλωματίας αντανακλάται στη φράση «the diplomatic shadows cast by strategic power», και αυτή την πολιτική εφάρμοσαν οι ΗΠΑ στην προκειμένη περίπτωση[10]. Οι Αμερικανοί έβλεπαν την Ελλάδα ως σύνδεσμο μεταξύ της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και ως ένα σημείο με γεωπολιτική σημασία, αφού η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούσαν να αποτελέσουν φραγμό στην κάθοδο των σοβιετικών προς τη Μέση Ανατολή [11]. Έτσι, η σύμπλευση της χώρας με τον δυτικό συνασπισμό πρόβαλλε ως σημαίνων παράγοντας για την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων στην Ανατολή.
Ωστόσο, η αμερικανική πολιτική δεν προσέβλεπε αποκλειστικά στον οικονομικό τομέα, αλλά εμμέσως επιδρούσε και στις εν γένει εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ΗΠΑ απέστειλαν στρατιωτική βοήθεια στις αστικές παρατάξεις κατά τη διάρκεια του εσωτερικού πολέμου, τα έτη 1946-49[12]. Μάλιστα, οι εν λόγω ένοπλες δυνάμεις είχαν εκπαιδευτεί από τον αμερικανικό στρατό και χρησιμοποιώντας βόμβες ναπάλμ κατάφεραν να καταβάλουν τις δυνάμεις των κομμουνιστών[13]. Αλλά και όσον αφορά τον πολιτικό τομέα, η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί ως «πελατειακό κράτος των ΗΠΑ», καθώς στην πράξη συχνά απαιτούνταν αμερικανική έγκριση για τη λήψη στρατιωτικών, οικονομικών, ακόμη και πολιτικών αποφάσεων[14]. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η άμεση παρέμβαση της αμερικανικής πρεσβείας στις εκλογές του 1951, με την επιδίωξη και επίτευξη επιβολής πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, με αποτέλεσμα την εκλογή με 49% των ψήφων του «Ελληνικού Συναγερμού».
Στον πολιτιστικό τομέα, τέλος, η έντονη επιρροή των ΗΠΑ εκδηλωνόταν με μια προσπάθεια εξαμερικανισμού της Δύσης. Η προώθηση αμερικανικών προϊόντων, του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού και του ελεύθερου εμπορίου, νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων με προεξάρχουσα την τηλεόραση, η προβολή ταινιών του Χόλλυγουντ, αποτελούσαν μορφές του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ[15]. Όπως είχε χαρακτηριστικά λεχθεί, «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα εργαστήριο που επιδεικνύει τύπους ζωής στους οποίους έχουμε προσχωρήσει, είτε μας αρέσει είτε όχι»[16]. Στο πλαίσιο αυτής της πολυεπίπεδης επιρροής των ΗΠΑ, πώς ήταν δυνατόν η κοινή γνώμη και οι πολιτικοί της Ελλάδας να μην επιλέξουν τον δυτικό έναντι του ανατολικού συνασπισμού και κατ’΄επέκταση να επιδιώξουν τη στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ;
Τέλος, σημαντικός παράγοντας που ευνόησε την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε η συμμετοχή της στον πόλεμο της Κορέας. Επρόκειτο για την ένοπλη σύρραξη Νότιας και Βόρειας Κορέας κατά τα έτη 1950-1953, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε μία έμμεση αναμέτρηση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με την πρώτη να υποστηρίζει στρατιωτικά και ηθικά τις δυνάμεις του Σίνγκμαν Ρι και τη δεύτερη αυτές του κομμουνιστή Κιμ Ιλ Σούνγκ[17]. Η ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα και αντιπρόεδρο τον Σοφοκλή Βενιζέλο, εμφανώς απογοητευμένη από τις έως τότε αποτυχημένες προσπάθειες ένταξης στο ΝΑΤΟ, ζήτησαν το 1950 να συμμετάσχει η Ελλάδα στην πολεμική αποστολή στο πλευρό των ΗΠΑ κατά της Βόρειας Κορέας[18]. Η αναζωπύρωση, λοιπόν, του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και η στρατιωτική συνδρομή των Αμερικανών στον Πόλεμο της Κορέας συνέτειναν στην τελική αποδοχή του ελληνικού αιτήματος για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΝΑΤΟ
Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ δεν ήταν μία απλή διαδικασία. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν παραπάνω οδήγησαν τους Έλληνες πολιτικούς σε αλλεπάλληλες προσπάθειες ένταξης στον δυτικό αυτό συνασπισμό, οι οποίες αρχικά στάθηκαν ατελέσφορες. Τελικά, οι διαπραγματευτικές διαδικασίες απέδωσαν και η χώρα εισήχθη επισήμως στο ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο του 1952. Αξίζει να γίνει μία αναλυτικότερη παρουσίαση της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων.
Το 1948, πριν ακόμη την ίδρυση του ΝΑΤΟ, οι Έλληνες πολιτικοί είχαν εκφράσει την επιθυμία τους για ένταξη στη βορειοατλαντική συμμαχία, ωστόσο η απάντηση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν σαφής. Σε αυτό το στάδιο των διαπραγματεύσεων η ένταξη της Ελλάδας, όπως και της Τουρκίας δεν αποτελούσε καν αντικείμενο εξέτασης από τους Αμερικανούς ιθύνοντες[19].
Η άρνηση των κρατών του ΝΑΤΟ να διαπραγματευτούν την ένταξη της χώρας στη συμμαχία θεμελιωνόταν στη θέση ότι το γεγονός αυτό αύξανε τις πιθανότητες για άμεση σύγκρουση με το Σοβιετικό Μπλοκ στα Βαλκάνια και θα οδηγούσε σε διασπορά των συμμαχικών στρατευμάτων, καθώς και σε μείωσή τους στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης, όπου ήταν απαραίτητα. Ταυτόχρονα οι σκανδιναβικές κυρίως χώρες και αυτές τις BENELUX υποστήριζαν ότι με αυτόν τον τρόπο η συμμαχία θα απέκλινε από τον αρχικό της σκοπό και θα επεκτεινόταν μέχρι τα όρια του Ανατολικού μπλοκ, ανοίγοντας, μεταξύ άλλων, τον δρόμο στις χώρες της Ανατολής για επιθυμία ένταξης στη βορειοατλαντική συμμαχία[20]. Εξάλλου, την εποχή αυτή η Βρετανία επεδίωκε την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας σε ξεχωριστή συμμαχία κρατών της Μεσογείου κάτω από τον συντονισμό της [21].
Στις αρχές του 1950, ο Βασίλης Δενδάμης, πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον, απήυθυνε ανεπίσημο ερώτημα στο State Department για πιθανή συμμετοχή χωρών της Μεσογείου στο ΝΑΤΟ, ενώ οι Η.Π.Α απέρριψαν το ενδεχόμενο[22]. Στις 9 Οκτωβρίου 1950 απεστάλη στην αρμόδια επιτροπή του ΝΑΤΟ σημείωμα για τη σύνδεση των δύο χωρών με τον συμμαχικό συνασπισμό, ωστόσο τηρήθηκε και πάλι επιφυλακτική στάση. Πάντως, άρχισαν να εκφράζονται απόψεις σε διπλωματικούς κύκλους της συμμαχίας για την έναρξη της προετοιμασίας και του στρατιωτικού σχεδιασμού της Ελλάδας, με στόχο την ένταξή της στο μέλλον. Στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, κατατέθηκε στο Standing Group του ΝΑΤΟ αναφορά σε σχέση με τους βασικούς άξονες για τη συμμετοχή της χώρας στη συμμαχία. Αν και εκφράστηκαν επιφυλάξεις, διαγράφηκε η επιθυμία για τη διεξαγωγή περαιτέρω συζητήσεων[23] .
Τον Ιανουάριο του 1951, ο διπλωμάτης Τσαρλς Γιοτ απέστειλε επιστολή προς Έλληνα πρέσβη, στην οποία εξέφραζε τις ανησυχίες του από τη δοκιμή βαλλιστικών πυραύλων της Σοβιετικής Ένωσης και υπογράμμιζε τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας, επισημαίνοντας εμμέσως τη σημασία της ένταξής της στη συμμαχία. Στις 22 Απριλίου του ίδιου έτους, υπογράφηκε πρωτόκολλο από αντιπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας, με το οποίο εκφραζόταν πανηγυρικά η επιθυμία συμμετοχής των χωρών στο ΝΑΤΟ, ενώ τον Αύγουστο υποβλήθηκε επίσημη αίτηση ένταξης της Ελλάδας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Στις 22 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου υπέγραψε το ανωτέρω πρωτόκολλο και δήλωσε πως ήταν διατεθειμένο να ικανοποιήσει τα αιτήματα της Ελλάδας και της Τουρκίας[24].
Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Λισαβόνας, αποφασίστηκε ότι τον Φεβρουάριο του 1952 θα γινόταν επικύρωση της ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Το Standing Group συνέταξε αναφορά σχετικά με τις προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για την ένταξη και προέβλεψε ότι ο στρατός ξηράς και η πολεμική αεροπορία της Ελλάδας θα βρίσκονταν υπό τη Γενική Διοίκηση του Ανωτάτου Συμμαχικού Διοικητή Ευρώπης. Οι ναυτικές δυνάμεις θα παρέμεναν στην εθνική διοίκηση, ωστόσο θα πραγματοποιούσαν τις επιχειρήσεις τους σε στενή συνεργασία με τις υπόλοιπες ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ[25].
Πράγματι, η επίσημη ένταξη της Ελλάδας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία έγινε στις 20 Φεβρουαρίου του 1952, μετά την κύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή. Στη συζήτηση που προηγήθηκε, όλα τα κόμματα τάχθηκαν υπέρ της ένταξης, εκτός από την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, η οποία υποστήριζε μία πολιτική γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού συνασπισμού[26].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συνοψίζοντας, η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ υπαγορεύτηκε από παράγοντες που αφορούσαν τόσο τις ανάγκες της εξωτερικής της πολιτικής όσο και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική πολιτική σκηνή και κοινωνία. Ωστόσο, η διαδικασία ένταξης ήταν μακρά και σύνθετη και επισφραγίστηκε από τις συνεχείς προσπάθειες της χώρας για συμμετοχή στη Βορειοατλαντική συμμαχία, οι οποίες τελικά τελεσφόρησαν.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ θεωρήθηκε ως θετική συνιστώσα για τη διασφάλιση της ακεραιότητας της χώρας, ενώ επέφερε στρατιωτικά και οικονομικά οφέλη, όπως τη μείωση των κρατικών δαπανών για τους αμυντικούς εξοπλισμούς, την κατασκευή δημοσίων έργων, τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού σε κοινά εκπαιδευτικά γυμνάσια με τους στρατούς κρατών της Δύσης. Ωστόσο, εκφράστηκαν και αντίθετες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες η ένταξη στο ΝΑΤΟ ενέτεινε τον φόβο για ένοπλες συγκρούσεις στα Βαλκάνια και για πυρηνικά αντίποινα της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι υποστηρικτές των εν λόγω θέσεων θεώρησαν πως η βοήθεια του ΝΑΤΟ στάθηκε στην πράξη ανεπαρκής, κάτι που αποδείχθηκε με έμφαση από την έκβαση του Κυπριακού ζητήματος[27].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (2020), Ελληνική Εξωτερική πολιτική 1830-1981, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 227 [2] Richard Clogg (2003), Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 175 [3]Robert Jervis (2010), The Cambridge History of the Cold War (Volume II), Cambridge University Press, DOI: https://doi.org/10.1017/CHOL9780521837200.003, σελ. 22-23 [4] Νίκος Γ. Σβορώνος (1985), Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 145 [5] Richard Clogg (2003), ό.π., σελ. 171 [6] Γ.Β. Δερτιλής (2018), Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1750-2015, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 757 [7] Richard Clogg (2003), ό.π., σελ. 171 [8] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (2020), ό.π., σελ. 130-1 [9] Σερέτης Απόστολος (2020), Η Αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα 1950-1955: Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ – Οι στρατιωτικές βάσεις – Παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή – Διεθνείς συσχετισμοί, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Σπουδών, Αθήνα, σελ. 11 [10] Στεργίου Ανδρέας (2022), Seeking Solidarity, Κάλλιπος, σελ. 60 [11] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (2020), ό.π., σελ. 234 [12] Κωνσταντίνος Λούλης (2015), Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα, εκδόσεις Ψυχογιός: Αθήνα, σελ. 190 [13] Mark Mazower (2013), Σκοτεινή Ήπειρος: ο ευρωπαϊκός 20ός αιώνας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 52 [14] Richard Clogg (2003), ό.π., σελ. 171 [15] MarkMazower (2013), ό.π., σελ. 124 [16] Jean Marie Domenach (1960), Le modele americain, Esprit, σελ 1221 [17] Σαν Σήμερα, Ο πόλεμος της Κορέας, Ο Πόλεμος της Κορέας - Αφιέρωμα - Σαν Σήμερα .gr (sansimera.gr) [18] Κωνσταντίνος Λούλης (2015), ό.π., σελ. 211 [19] Στεργίου Ανδρέας (2022), ό.π., σελ. 281 [20] Στεργίου Ανδρέας (2022), ό.π., σελ. 60-61 [21] Γιάννης Βαληνάκης (2005), Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: 1949-1988, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης: Αθήνα [22] Αικατερίνη Πετρίδου (2018), Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: Από το Σχέδιο Μάρσαλ έως την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ (1974-1952), Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: Θεσσαλονίκη [23] Σερέτης Απόστολος (2020), ό.π., σελ. 32 [24] Σερέτης Απόστολος (2020), ό.π., σελ. 33 [25] Σερέτης Απόστολος (2020), ό.π., σελ. 33-34 [26] Γιάννης Βαληνάκης (2005), ό.π. [27] Γιάννης Βαληνάκης (2005), ό.π.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (2020), Ελληνική Εξωτερική πολιτική 1830-1981, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
2. Richard Clogg (2003), Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, Αθήνα: Εκδόσεις Κάτοπτρο
3. Robert Jervis (2010), The Cambridge History of the Cold War (Volume II), Cambridge University Press, DOI: https://doi.org/10.1017/CHOL9780521837200.003
4. Νίκος Γ. Σβορώνος (1985), Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο
5. Γ.Β. Δερτιλής (2018), Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1750-2015, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
6. Σερέτης Απόστολος (2020), Η Αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα 1950-1955: Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ – Οι στρατιωτικές βάσεις – Παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή – Διεθνείς συσχετισμοί, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Σπουδών
7. Στεργίου Ανδρέας (2022), Seeking Solidarity, Κάλλιπος
8. Κωνσταντίνος Λούλης (2015), Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα, εκδόσεις Ψυχογιός: Αθήνα
9. Mark Mazower (2013), Σκοτεινή Ήπειρος: ο ευρωπαϊκός 20ός αιώνας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια
10. Jean Marie Domenach (1960), Le modele americain, Esprit
11. Σαν Σήμερα, Ο πόλεμος της Κορέας, Ο Πόλεμος της Κορέας - Αφιέρωμα - Σαν Σήμερα .gr (sansimera.gr)
12. Γιάννης Βαληνάκης (2005), Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: 1949-1988, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης: Αθήνα
13. Αικατερίνη Πετρίδου (2018), Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: Από το Σχέδιο Μάρσαλ έως την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ (1974-1952), Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: Θεσσαλονίκη