top of page
  • Ιωάννα Μυλωνάκου

Η αρχή της μη-επαναπροώθησης (non-refoulement) στο Διεθνές Δίκαιο

📝Άρθρο της Ιωάννας Μυλωνάκου, προπτυχιακής φοιτήτριας της Νομικής ΕΚΠΑ



Το ξέσπασμα πολέμων και οι οξείες ανθρωπιστικές κρίσεις στην Ασία και την Αφρική προκαλούν κατά τις δύο τελευταίες εικοσαετίες μαζικά προσφυγικά ρεύματα με προορισμό την Ευρώπη, τα οποία δοκιμάζουν σημαντικά τις αντοχές των ευρωπαϊκών κρατών. Η πλειονότητα τους φτάνει στις μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες διά της θαλάσσης. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της δυσχερούς διαχείρισης της κατάστασης, η προσφυγική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επικεντρωθεί στη διεξαγωγή αυστηρών ελέγχων στα σύνορα και στη συνεργασία με τρίτα κράτη (βλ. Κοινό Σχέδιο Δράσης Ε.Ε.-Τουρκίας, 2015). Παράλληλα, όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης έχουν υπογράψει πολυμερείς συνθήκες με σημαντικότερη την Ε.Σ.Δ.Α. με τις οποίες αναγνωρίζουν το απαραβίαστο των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ωστόσο, το 2019 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε ένα ψήφισμα [Resolution 2299 (2019)] με αναφορές σε pushbacks από κράτη-μέλη της Ένωσης προς τρίτα κράτη. Η τακτική αυτή συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της μη-επαναπροώθησης.


Η αρχή της μη-επαναπροώθησης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σύμβαση του 1933 της τότε Κοινωνίας των Εθνών που αφορούσε το διεθνές καθεστώς των προσφύγων. Μόνο 9 κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, είχαν υπογράψει τη συγκεκριμένη σύμβαση. Αργότερα, με την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, υπογράφηκε το 1951 η μεταγενέστερη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (ή άλλως Σύμβαση της Γενεύης του 1951). Η σύμβαση εγκρίθηκε σε ειδικό συνέδριο του Ο.Η.Ε. την 28η Ιουλίου 1951, τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου του 1954 και μέχρι σήμερα έχει επικυρωθεί από 145 κράτη. Η σύναψη της απέβλεπε αρχικά στην προστασία προσφύγων προερχόμενων μόνο από ευρωπαϊκές χώρες και ενεργούσε αναδρομικά, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1951, χρονολογία συνθηκολόγησης των Συμμάχων με την Ιαπωνία για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Πρωτόκολλο του 1967 επέκτεινε την ισχύ της σε όλους τους πρόσφυγες ‘’χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό’’.


Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 33 της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων, ‘’καμία συμβαλλόμενη χώρα δεν πρέπει να απελαύνει ή να επαναπροωθεί με οποιονδήποτε τρόπο πρόσφυγες στα σύνορα εδαφών, στα οποία η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων’’. Κατοχυρωμένη από το 1933, η αρχή αποτελεί διεθνή εθιμικό κανόνα. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 28 του Συντάγματος, η αρχή της μη-επαναπροώθησης ως αρχή του διεθνούς δικαίου με εθιμικό χαρακτήρα, υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης νόμου. Ωστόσο, έχουν σημειωθεί παραβιάσεις της στο Αιγαίο κι έχει καταδικαστεί η χώρα με την απόφαση M.S.S. v. Belgium and Greece από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


Όλα τα κρατικά όργανα των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά και κάθε πρόσωπο ή οντότητα που ενεργεί εκ μέρους των, δεσμεύονται από τη σύμβαση. Η αρχή εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο που θεωρείται πρόσφυγας, βάσει του άρθρου 1 της Σύμβασης του 1951. Συγκεκριμένα, πρόσφυγας είναι βάσει του διεθνούς δικαίου αυτός ο οποίος έχει βάσιμο φόβο ότι θα καταδιωχθεί λόγω της φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής ομάδας ή πολιτικής γνώμης του, αυτός που βρίσκεται πλέον έξω από τη χώρα της εθνικότητας του και δε μπορεί ή φοβάται ή δεν επιθυμεί να του παρασχεθεί βοήθεια από εκείνη τη χώρα· ή τέλος αυτός που δεν έχει υπηκοότητα και βρίσκεται έξω από τη χώρα της πρώην διαμονής του λόγω των προαναφερθέντων λόγων και αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Πρέπει να σημειωθεί ότι από τη στιγμή που ένας άνθρωπος πληροί αυτά τα κριτήρια, αυτοδικαίως είναι πρόσφυγας. Με άλλα λόγια, δεν καθίσταται πρόσφυγας επειδή αναγνωρίστηκε ως τέτοιος, αλλά αναγνωρίζεται το καθεστώς του π.χ. στη διαδικασία επιδίωξης ασύλου, επειδή εκ των προτέρων είναι πρόσφυγας. Επομένως, η αρχή δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά σε αναγνωρισμένους πρόσφυγες, αλλά και σε εκείνους που είναι πρόσφυγες, αλλά δεν έχουν αναγνωριστεί επισήμως.


Ακόμα, όπως συμβαίνει και με τους αιτούντες άσυλο, για όσο καιρό υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος να θεωρείται πρόσφυγας, το κράτος οφείλει να μην τον επιστρέψει ή να τον διώξει στη χώρα προέλευσης του μέχρι να δηλωθεί επισήμως το καθεστώς του ως πρόσφυγα ή μη.


Η εφαρμογή της συγκεκριμένης απαγόρευσης συμπεριλαμβάνει κάθε εξαναγκαστική δίωξη από το έδαφος της χώρας υποδοχής, όπως η απέλαση και η εκδίωξη, προς τη χώρα προέλευσης του πρόσφυγα ή προς οποιαδήποτε άλλη χώρα, στην οποία το πρόσωπο έχει βάσιμο λόγο να φοβάται ότι θα απειληθεί η ζωή του ή κάποια από τις ελευθερίες του, ή προς το έδαφος άλλης χώρας από όπου υπάρχει κίνδυνος να τον εκδιώξουν σε μία από τις περιπτώσεις χωρών που αναφέρθηκαν. Προς επίρρωση των προηγουμένων, κάποια δικαστήρια και μηχανισμοί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ερμηνεύσει την αρχή, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει πολυάριθμες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως βασανιστήρια κι άλλες απάνθρωπες μεταχειρίσεις ανθρώπων, άρνηση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και έμφυλης βίας, θανατική καταδίκη, κλειτοριδεκτομή ή παρατεταμένο μοναχικό εγκλεισμό και άλλες.


Ιδιαίτερης σημασίας είναι η τήρηση της αρχής για την προστασία των ανήλικων προσφύγων. Ειδικότερα, η Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα του Παιδιού ορίζει ότι οι ενέργειες του κράτους πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να έχουν ως κεντρικό άξονα το εξατομικευμένο συμφέρον του παιδιού. Όσον αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού έχει εξηγήσει ότι τα κράτη δεν πρέπει να επιστρέψουν ένα παιδί σε μία χώρα όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι υπάρχει αληθινός κίνδυνος ανεπανόρθωτης φθοράς στο παιδί.


Συνεπώς, τα κράτη έχουν νόμιμη υποχρέωση να τηρούν την αρχή της μη-επαναπροώθησης και να την εφαρμόζουν στην πράξη μέσω μηχανισμών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί αξιολόγησης για την εφαρμογή της αρχής. Τα κράτη οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς και να διανέμουν πόρους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι ανάγκες όλων των προσφύγων που χρήζουν προστασίας από κανόνες Διεθνούς Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορούν να εξεταστούν ατομικά με προβλεπόμενη διαδικασία. Επιπρόσθετα, κρίσιμο είναι να υφίστανται μηχανισμοί για την είσοδο και την παραμονή. Τα κράτη, δηλαδή, πρέπει να οργανώσουν τέτοιους μηχανισμούς για τους πρόσφυγες που αδυνατούν να φύγουν από το κράτος υποδοχής, επειδή πληρούν τις προϋποθέσεις της αρχής της μη-επαναπροώθησης. Επιπλέον, διοικητικοί και νομοθετικοί μηχανισμοί επιβάλλεται να θεσπιστούν για την παραχώρηση του νομικού καθεστώτος του πρόσφυγα, σε προσωρινή, μακροπρόθεσμη ή μόνιμη μορφή, σε όσους πληρούν τα κριτήρια και δε μπορούν να επιστρέψουν.


Καταλήγοντας, είναι φανερό ότι η αρχή της μη-επαναπροώθησης είναι μία νομική διέξοδος από την ανθρωπιστική κρίση που έχει δημιουργήσει το προσφυγικό ζήτημα στις μέρες μας. Τα προσφυγικά ρεύματα υπάρχουν σε κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας και θα εξακολουθήσουν να απασχολούν τις επόμενες γενιές, καθώς η κλιματική αλλαγή, πόλεμοι και πολιτικές έριδες εξελίσσονται παγκοσμίως. Για τους λόγους αυτούς, η κατάκτηση αυτή του διεθνούς δικαίου είναι σημαντικό να αποτελεί κοινό παρονομαστή των προσφυγικών πολιτικών κρατών και διεθνών οργανισμών.



Βιβλιογραφία



  • "The principle of non-refoulement under international human rights law". in , 2021, <https://www.ohchr.org/Documents/Issues/Migration/GlobalCompactMigration/ThePrincipleNon-RefoulementUnderInternationalHumanRightsLaw.pdf> [accessed November 2021].

  • "Non-refoulement - Wikipedia". 2021, <https://en.wikipedia.org/wiki/Non-refoulement>

  • Cross, R, International Review of the Red Cross (2017), 99 (1), 345–357., 99th ed., ICHR, 2018, <https://www.cambridge.org/core/services/aop-cambridge-core/content/view/A80BD50762030F43EA3F322D0ABC5E5F/S1816383118000152a.pdf/note_on_migration_and_the_principle_of_nonrefoulement.pdf> [accessed November 2021].

  • Hathaway, O, M Stevens, P Lim, O Hathaway, M Stevens, & P Lim et al., "COVID-19 and International Law: Refugee Law – The Principle of Non-Refoulement.". in Just Security, , 2021, <https://www.justsecurity.org/73593/covid-19-and-international-law-refugee-law-the-principle-of-non-refoulement/> [accessed November 2021].

  • Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων. Γενεύη, Ο.Η.Ε., 1951.

  • Η εικόνα αντλήθηκε από: liberties.eu

211 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Post: Blog2_Post
bottom of page