top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΓεωργία - Αθανασία Γεωργουλέα

Η Δίκη των Έξι: 100 χρόνια μετά

📝 Άρθρο της Γεωργίας - Αθανασίας Γεωργουλέα, Προπτυχιακής φοιτήτριας Νομικής ΕΚΠΑ


Στις 28 Αυγούστου 1922, η Σμύρνη παραδίδεται στις φλόγες και γράφεται ο τραγικός επίλογος του σπουδαίου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι Νικόλαος Πλαστήρας, Δημήτριος Φωκάς και Στυλιανός Γονατάς, υποστηριζόμενοι από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, συγκροτούν στις 11 Σεπτεμβρίου Επαναστατική Κυβέρνηση. Η Μικρασιατική Καταστροφή κλονίζει την Ελλάδα της εποχής, ενώ οι εκατομμύρια πρόσφυγες και ο στρατός ζητούν απόδοση ευθυνών. «Να πληρώσουν οι υπαίτιοι» φωνάζει ο λαός, η κυβέρνηση υπακούει και ταυτόχρονα διακηρύττει ότι ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθηκε, αλλά προδόθηκε.


Η δίκη των «μεγάλων ενόχων», η Δίκη των Έξι, διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922. «Εισάγω την κατηγορίαν κατά των κατηγορουμένων Δημητρίου Γούναρη και λοιπών επί εσχάτη προδοσία» αναγγέλλει ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Ζουρίδης και η δίκη ξεκινά. Στο εδώλιο βρίσκονται όχι έξι αλλά οκτώ κατηγορούμενοι: οι πρώην πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, οι πρώην υπουργοί Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, ο τέως αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης και οι υποναύαρχοι Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός. Οι άλλοτε κορυφαίες πολιτικές μορφές κατηγορούνται ότι εκούσια πρόδωσαν τη χώρα στον τουρκικό εθνικιστικό στρατό συμβάλλοντας στην ελάττωση και τον κλονισμό του ηθικού του στρατού της Μικράς Ασίας, υποστηρίζοντας την εισβολή στα ελληνικά μικρασιατικά εδάφη και παραδίδοντας πόλεις, στρατό, φρούρια και εφόδια στον εχθρό. Το κατηγορητήριο της 31ης Οκτωβρίου αναδεικνύει 15 σημεία προς στήριξη της κατηγορίας. Αυτά αφορούν στην επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου και τη συνακόλουθη διπλωματική απομόνωση και οικονομική καταστροφή. Επίσης, σχετίζονται με στρατιωτικά λάθη, όπως την αδυναμία ένταξης των Δωδεκανήσων στην ελληνική επικράτεια και την απόσπαση στρατιωτικών δυνάμεων από τη Θράκη, καθώς και πολιτικά παραπτώματα. Οι οκτώ κατηγορούνται ότι επέτρεψαν στις ξένες Δυνάμεις να διαχειρίζονται το τεράστιας εθνικής κρισιμότητας ζήτημα της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών. Εντύπωση προκαλεί, ακόμα, η κατηγορία για τον διορισμό ως αρχιστρατήγου του «γνωστού εις πάντας και εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου» Γ. Χατζανέστη και για την ανάθεση της αρχηγίας του Στρατού «εις τον ανεύθυνον τέως Βασιλέα»[1]. Το γεγονός ότι η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας βασίστηκε και σε αυτούς τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τις ικανότητες των μέχρι πρότινος λαοφιλών πολιτικών προσωπικοτήτων φανερώνει το ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα που επικρατούσε μετά την καταστροφή. Παρά την ιδιαίτερη προσπάθεια των κατηγορουμένων, των δικηγόρων τους και των μαρτύρων υπεράσπισης, η τελική ετυμηγορία είναι η αναμενόμενη:


«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύσθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922»[2].


Στις 15 Νοεμβρίου, μόλις δύο ώρες μετά την ανακοίνωση της ομόφωνης απόφασης, οι Έξι εκτελέστηκαν στην περιοχή «Γουδή» δια τουφεκισμού διατηρώντας μέχρι τέλους την αξιοπρέπειά τους και αρνούμενοι να τους δέσουν τα μάτια την ώρα της εκτέλεσης.


Ογδόντα οκτώ χρόνια μετά, στις 20 Οκτωβρίου 2010, με το ένδικο μέσο της επανάληψης διαδικασίας, το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ξαναγράφει την ιστορία με την απόφασή του με αριθμό 1675/2010, κρίνοντας τους κατηγορουμένους αθώους και επισφραγίζοντας αυτό που η κοινή γνώμη ήδη είχε αποδεχθεί, ότι οι κατηγορούμενοι ήταν εξιλαστήρια θύματα και η δίκη προσχηματική.


Η έγερση των δικαστικών διαδικασιών για την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Στρατοδικείου από τον Μίκη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονό του καταδικασθέντος πρώην πρωθυπουργού, ήταν το πρώτο και αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της αλήθειας. Η έρευνα για τη συλλογή στοιχείων ανέδειξε τις ελλείψεις και τις δικονομικές παραβάσεις της ιστορικής Δίκης των Έξι. Ακόμη και το γεγονός ότι η δίκη διεξήχθη από Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο συνιστά παράβαση νόμου, αφού το Σύνταγμα απαγόρευε και απαγορεύει τη σύσταση και λειτουργία Εκτάκτων Στρατοδικείων[3]. Άλλο ένα στοιχείο που αναδείχθηκε ήταν η κατάσχεση του αρχείου που κατείχε ο Γούναρης στο σπίτι του αμέσως μετά τη σύλληψή του. Το Έκτακτο Στρατοδικείο δεν έδωσε άδεια στον πρώην πρωθυπουργό να αξιοποιήσει προς υπεράσπισή του αυτό το αρχείο, το οποίο περιείχε έγγραφα τεράστιας σημασίας σχετικά με τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία[4]. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι το πολύτιμο αρχείο εξαφανίστηκε, όπως και ο φάκελος της δικογραφίας, γεγονός που δηλώνει τις προθέσεις της τότε κυβέρνησης να εμποδίσει κάθε προσπάθεια επανάληψης διαδικασίας στο μέλλον[5].


Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές αποδείχθηκαν άκαρπες, αφού το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου εξέτασε έξι αντικειμενικά νέους λόγους για την ακύρωση της απόφασης. Καταρχάς, αξιοποιήθηκαν οι δηλώσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου σχετικά με την αθωότητα των εκτελεσθέντων. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη, στην οποία, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει: «δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή»[6]. Όμως, και ο Θ. Πάγκαλος, κεντρικό πρόσωπο της Επανάστασης, ομολογεί ότι η απόφαση της δίκης ήταν προειλημμένη[7]. Το γεγονός αυτό είχε διαγνώσει και ο ίδιος ο Γούναρης κατά τη διάρκεια της δίκης: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβά[λ]λουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Επιπλέον, το Δικαστήριο αξιοποίησε δύο αποκαλυπτικά αρχεία της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας. Τα αρχεία αυτά παρουσιάζουν την απροθυμία ανωτάτων αξιωματικών του στρατού στη Μικρά Ασία να καταθέσουν, με αποτέλεσμα η τότε Ανακριτική Επιτροπή, όχι μόνο να μην είναι σε θέση να υποδείξει τους πραγματικούς υπεύθυνους, αλλά και να αγνοεί πλήρως την κατάσταση του ελληνικού στρατού τις τελευταίες μέρες της Μικρασιατικής Εκστρατείας.


Όλα αυτά τα νέα στοιχεία συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το οποίο προτού οδηγηθεί σε τελική απόφαση, έκρινε σκόπιμο να προβεί σε μια αναλυτικότατη ιστορική αναδρομή με αφετηρία την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στόχο την ανάδειξη των πραγματικών αιτίων της καταστροφής. Στην απόφασή του η καταδίκη των Έξι αποδίδεται κυρίως στην έλλειψη αυτογνωσίας των Ελλήνων. Ειδικότερα, αναδεικνύεται η αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι βασικά αίτια της Καταστροφής ήταν η υπερεκτίμηση των δυνάμεων του μικρού ελληνικού έθνους, η εντυπωσιακή ανόρθωση της Τουρκίας και η διπλωματική εγκατάλειψη της Ελλάδας από την Αγγλία, η οποία επεδίωκε απλώς και μόνο την ικανοποίηση των συμφερόντων της μέσω της Συνθήκης των Σεβρών. Έτσι, οι κατηγορούμενοι αποτέλεσαν θύματα των δυσμενέστατων συνθηκών, καθώς αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο ότι όχι μόνο δεν υπήρχε καμία δυνατότητα απόκλισης της ελληνικής κυβέρνησης από τα συμφέροντα των Δυνάμεων, αλλά και ότι η Μικρά Ασία ήταν «όπως η κινούμενη άμμος. 'Οσο περισσότερο προσπαθεί κάποιος να σωθεί, τόσο περισσότερο βυθίζεται» και η καταστροφή «απλά ζήτημα χρόνου»[8]. Οι κατηγορούμενοι έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για την σωτηρία της Ιωνίας και των ελληνικών πληθυσμών. Αυτό, άλλωστε, εξέφρασε και ο Γούναρης, όταν κλήθηκε να απολογηθεί ενώπιον του Έκτακτου Στρατοδικείου: «αν ηθέλομεν την εγκατάλειψιν του Μικρασιατικού εδάφους ηδυνάμεθα να διατάξωμεν την εκκένωσιν της Μ. Ασίας, αφής αναλάβομεν την αρχήν». Για όλους αυτούς τους λόγους, το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου κατέληξε στην ακύρωση της απόφασης του 1922 και στην οριστική παύση, λόγω παραγραφής, της ποινικής δίωξης κατά των καταδικασθέντων[9].


Στη θλιβερή επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή δεν μπορεί κανείς παρά να διερωτηθεί σχετικά με τον στόχο αυτής της δίκης «παρωδίας» και της συνακόλουθης εκτέλεσης των Έξι. Βασικός στόχος θεωρείται ο κατευνασμός της απίστευτης οργής που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία της εποχής, τόσο από την πλευρά των ξεριζωμένων, δυστυχισμένων, φτωχών, εξαθλιωμένων Μικρασιατών προσφύγων, όσο και από την πλευρά των καταπονημένων παλαιοελλαδιτών που είχαν γνωρίσει τη φρίκη και τον θάνατο υπερασπιζόμενοι τα μικρασιατικά εδάφη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μίσους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους Έξι, στο πρόσωπο των οποίων έβλεπαν τους υπαίτιους για τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ποτέ η χώρα, είναι το εξής περιστατικό: στο εκτελεστικό απόσπασμα αντιστοιχούσαν σε κάθε καταδικασθέντα πέντε στρατιώτες. Από λάθος υπολογισμό, βρέθηκαν απέναντι στον Χατζανέστη έξι στρατιώτες, αλλά ο περισσευούμενος αρνήθηκε να φύγει δηλώνοντας: «Όχι! Δεν φεύγω, είμαι Μικρασιάτης!»[10]. Επομένως, είναι εμφανές ότι μια τυχόν αθωωτική απόφαση θα προκαλούσε τεράστια αγανάκτηση στον λαό και θα αποτελούσε απειλή για την ενότητα και τη δημόσια τάξη της χώρας. Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Σωτήριος Κροκιδάς και άλλα μέλη της «Επαναστατικής Επιτροπής» παραιτήθηκαν μια ημέρα πριν την τελική ετυμηγορία για να μην φέρουν το βάρος μιας μεγάλης δικαστικής αδικίας. Ακόμη και ο Βενιζέλος, εν έτει 1922, μίλησε χλιαρά υπέρ της αποτροπής των εκτελέσεων σε τηλεγράφημά του, ενώ, ετεροχρονισμένα, μόνο το 1932 εξέφρασε σθεναρά την πραγματική του άποψη, η οποία συνετέλεσε και στην τελική αθώωση των κατηγορουμένων το 2010.


Προκειμένου να γίνει απόλυτα αντιληπτή η ψυχολογία της τότε ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των προσφύγων, αρκεί κανείς να σημειώσει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στις 12 Μαΐου 2010, παρουσιάστηκε το σωματείο «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ». Το σωματείο δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά του αιτούντος την επανάληψη της διαδικασίας και την ακύρωση της απόφασης που ελήφθη από το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο Αθηνών στις 15.11.1922. Επικαλέστηκε έννομο συμφέρον συνιστάμενο «στην ηθική βλάβη που έχουν υποστεί, στο διηνεκές, όλοι οι απόγονοι των Μικρασιατών προσφύγων και στην ανάγκη διατηρήσεως της ιστορικής μνήμης των πατρίδων, καθώς και της αισθήσεως αποδόσεως δικαίου και δικαιοσύνης, όπως εκφράστηκε αυτή με την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών»[11]. Βέβαια, το Δικαστήριο απέβαλε την πολιτική αγωγή που ασκήθηκε. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ακόμη και 100 χρόνια μετά οι απόγονοι των προσφύγων θεωρούν τους Έξι πραγματικούς ενόχους.


Επομένως, μπορεί κανείς να κατανοήσει εύκολα τον λόγο που η Δίκη των Έξι θεωρείται μοναδική στην πολιτική και νομική ιστορία της χώρας. Η καταδικαστική απόφαση εξέθεσε την ελληνική δικαιοσύνη στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και κάλυψε την ενοχή των μεγάλων ευρωπαίων παραγόντων[12]. Παρότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι, η μόνη απόφαση που θα αποδεχόταν το ελληνικό έθνος ήταν «θάνατος στους προδότες». Η συγκεκριμένη ιστορική δίκη καταδεικνύει σε κάθε νομικό, αλλά και σε κάθε ευαισθητοποιημένο πολίτη, τι συμβαίνει όταν η κοινωνία δεν ακολουθεί τη δικαιοσύνη, αλλά η δικαιοσύνη την κοινωνία…



Βιβλιογραφία


● ΑΠ, 1675/2010, ΤΝΠ Qualex

● Κοντζιάς, Αλέξανδρος, «Τα φοβερά ντοκουμέντα: Η δίκη των Έξι», Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2010

● Ψαρομηλίγκος, Αρτέμης, Λάζου, Βασιλική, Καρτάλης, Κωνσταντίνος, «Οι μεγάλες δίκες: Η δίκη των έξι» (Τόμος 1), Αθήνα, Ελευθεροτυπία, 2011

● Τζανάκης, Βασίλης, «Εις θάνατον: η δίκη και η εκτέλεση των έξι μέσα από τα πρακτικά, τα παραλειπόμενα και τα «ψιλά» των εφημερίδων», Αθήνα, Μεταίχμιο, 2014

● Σαρρής, Γεώργιος, «Παλαιά Βουλή: Η ιστορική δίκη των έξι στην Ελλάδα», All About History (κυκλοφορεί με το Εθνος της Κυριακής): https://www.ethnos.gr/allabouthistory/article/97941/palaiaboylhhistorikhdikhtonexisthnellada



Παραπομπές


[1] Κοντζιάς Αλέξανδρος, Τα φοβερά ντοκουμέντα: Η δίκη των Έξι, Αθήνα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2010, σ. 25-26

[2] Σαρρής Γεώργιος, «Παλαιά Βουλή: Η ιστορική δίκη των έξι στην Ελλάδα», All About History: https://www.ethnos.gr/allabouthistory/article/97941/palaiaboylhhistorikhdikhtonexisthnellada

[3] Άρθρο 8 ισχύοντος Συντάγματος εδ. β΄: «Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν»

[4] Ψαρομηλίγκος, Αρτέμης, Λάζου, Βασιλική, Καρτάλης, Κωνσταντίνος, Οι μεγάλες δίκες: Η δίκη των έξι (Τόμος 1), Αθήνα, Ελευθεροτυπία, 2011, σ. 200- 201

[5] Ψαρομηλίγκος, Αρτέμης, Λάζου, Βασιλική, Καρτάλης, Κωνσταντίνος, ο.π. σ. 198

[6] Τζανάκης Βασίλης, «Εις θάνατον: η δίκη και η εκτέλεση των έξι μέσα από τα πρακτικά, τα παραλειπόμενα και τα «ψιλά» των εφημερίδων», Αθήνα, Μεταίχμιο, 2014, σ. 188

[7] Καρτάλης Κωνσταντίνος, ο.π. σ. 200

[8] ΑΠ 1675/2010, ΤΝΠ Qualex, σ. 67

[9] ΑΠ 1675/2010, ΤΝΠ Qualex, σ. 77

[10] Τζανάκης Βασίλης, ο.π., σ. 545

[11] ΑΠ 1675/2010, ΤΝΠ Qualex, σ. 71

[12] Τζανάκης, Βασίλης, ο.π., σ. 555

401 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Post: Blog2_Post
bottom of page