top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΚλεοπάτρα Τσούκλα

Η ελληνοτουρκική διαφορά για το Αιγαίο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

📝 Άρθρο της Τσούκλα Κλεοπάτρας, Ασκούμενης Δικηγόρου Αθηνών στη Γεν.Δν/ση Ειδικών Νομικών Ζητημάτων Και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Μεταπτυχιακής Φοιτήτριας Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Αρκετά χρόνια τώρα, Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα». Οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και οι κατά καιρούς προκλήσεις της γείτονος χώρας, ταλανίζουν τις σχέσεις των δύο κρατών. Δεν είναι παράλογο, ότι εδώ και πολύ καιρό το Αιγαίο παραμένει μια θάλασσα ψυχρού πολέμου, δεδομένου ότι τα δύο κράτη έχουν σημαντική διάσταση απόψεων, για το νομικό καθεστώς και την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο.


Είναι γνωστό, ότι η Τουρκία θέτει πολλά ζητήματα, αναφορικά με τον χώρο του Αιγαίου, όπως, για παράδειγμα, το εύρος, τόσο της αιγιαλίτιδας ζώνης (με το απαράμιλλο casus belli σε περίπτωση κήρυξης χωρικών υδάτων άνω των 6 ν.μ), όσο και του εναέριου χώρου, το FIR, τις γκρίζες ζώνες, την μειονότητα στη Θράκη, την επήρεια των νησιών κ.ο.κ.


Η ελληνική εξωτερική πολιτική ως προς τα ελληνοτουρκικά, είναι καταρχήν αμυντική, ενώ μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει μια διστακτικότητα σε ότι αφορά τον διάλογο με την γείτονα. Η σημασία του διαλόγου και κατ’ επέκταση των διερευνητικών επαφών, που ξεκίνησαν εκ νέου, μετά τη λήξη τους το 2016, είναι ανεκτίμητη. Ακόμη και αν τα δύο μέρη δεν καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα, η επικοινωνία τους, μέσω της διεξαγωγής συζητήσεων, έστω και σε επίπεδο διερευνητικών επαφών, συνεισφέρει στη διατήρηση ενός ελπιδοφόρου κλίματος.


Ας περάσουμε, όμως, στο κρίσιμο ερώτημα. Είναι επωφελής, για την ελληνική πλευρά, μια προσφυγή στη Χάγη; Φυσικά, αυτό δεν είναι ένα ερώτημα απλό και φέρει στην επιφάνεια σωρεία άλλων ζητημάτων.


Καταρχήν, πριν την προσφυγή στη Χάγη, πρέπει να έχει συνταχθεί από τα μέρη ένα συνυποσχετικό, το οποίο όπως προβλέπεται για κάθε διεθνή σύμβαση, με κάποιες εξαιρέσεις, θα πρέπει να έχει επικυρωθεί από τα αντίστοιχα κοινοβούλια. Το συνυποσχετικό αποτελεί ειδική διεθνή σύμβαση, στην οποία ορίζονται τα υπαγόμενα, στη κρίση του Δικαστηρίου, θέματα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλίνει από τα εν θέματι ζητήματα. Η σύνταξη ενός συνυποσχετικού με την Τουρκία, εφόσον τεθεί επί τάπητος, δεν θα είναι εύκολη. Θα πρέπει να προσδιοριστούν επακριβώς τα ζητήματα, για τα οποία τα μέρη διαφωνούν και να τεθούν αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζει το ελληνικό ΥΠΕΞ είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ενώ η γείτονα θέτει μια ατελείωτη σειρά ζητημάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, για τα οποία αποζητά ένα package deal, η σύνταξη του συνυποσχετικού δυσχεραίνεται σε εξαιρετικό βαθμό.

Υποθετικά αποδεχόμενοι, ότι όντως καταλήγουμε σε ένα συνυποσχετικό με την Τουρκία, αναδύεται το ζήτημα της δικανικής συλλογιστικής του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ), με βάση τη νομολογία του. Η επιλογή του δικαιοδοτικού οργάνου που θα επιληφθεί της διαφοράς δεν είναι τυχαία. Η γράφουσα συνειδητά επιλέγει το ΔΔΧ, καθώς θεωρεί ότι είναι το πλέον αρμόδιο και κατάλληλο για να λύσει την ελληνοτουρκική διαφορά. Το ΔΔΧ, όχι μόνο αποτελεί κύριο όργανο των Ηνωμένων Εθνών ενός παγκοσμίου οργανισμού, διεθνούς ακτινοβολίας και ευρείας αναγνώρισης σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και ένα δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί πληθώρα υποθέσεων οριοθέτησης και εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας. Η εμπειρία του σε ζητήματα οριοθέτησης είναι αναμφισβήτητη.


Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η νομολογία του ΔΔΧ δίνει κάποια δείγματα για την πιθανή έκβαση μιας ελληνοτουρκικής προσφυγής στη Χάγη, ωστόσο κάθε υπόθεση οριοθέτησης είναι ξεχωριστή και το Δικαστήριο την αντιμετωπίζει ad hoc. Σαφής είναι, βέβαια, η μέθοδος του Δικαστηρίου, η οποία αποτελείται από τρία βήματα: α) την τοποθέτηση μιας προσωρινής μέσης γραμμής, β) την εξέταση ύπαρξης ειδικών περιστάσεων που δικαιολογούν την μετακίνηση της προσωρινής μέσης γραμμής και γ) την εξακρίβωση ότι το παραγόμενο αποτέλεσμα είναι ευθίδικο, βάσει των συνθηκών (το λεγόμενο τεστ αναλογικότητας).


Είναι γεγονός ότι, κατά την κρίση του Σισμίκ, το 1976, η Ελλάδα κατέφυγε στο ΔΔΧ, για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, επικαλούμενη το κοινό ανακοινωθέν Καραμανλή- Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες, το 1975, ενώ παράλληλα αιτήθηκε και προσωρινά μέτρα (provisional measures). Το Δικαστήριο απέρριψε την ελληνική προσφυγή, με βάση την επιφύλαξη της Ελλάδας, στη Γενική Πράξη για την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών του 1928 για μη προσφυγή της στο δικαστήριο για εδαφικά ζητήματα και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, καθώς και με βάση το γεγονός ότι ένα ανακοινωθέν δεν επαρκεί για μια παραδεκτή προσφυγή ενώπιον του ΔΔΧ. Ένα κατ’ ομολογία λάθος, φυσικά, αποτελεί και η παράλληλη προσφυγή της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η οποία οδήγησε στην έκδοση του ψηφίσματος 395/1976 και η οποία έφερε στην επιφάνεια το μείζον ζήτημα της σύγκρουσης των αρμοδιοτήτων δύο κύριων οργάνων του ΟΗΕ.


Επομένως, στο ερώτημα πόσο επωφελής είναι μια ελληνοτουρκική προσφυγή στη Χάγη, η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Σίγουρα, «κάτι θα χαθεί, κάτι θα κερδηθεί», ενώ, φυσικά, το όλο αποτέλεσμα κρίνεται και από το εύρος των θεμάτων που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό που πρέπει να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη και των δύο χωρών είναι το γεγονός ότι η διεθνής δικαιοσύνη είναι ο μόνος οδηγός προς τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, με εργαλεία που παρέχει το διεθνές δίκαιο. Το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ασάφειες και δικαιϊκά κενά της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (1982), ενώ δίνει πνοή και ζωντανή χροιά στο νομικό κείμενο.


Εν κατακλείδι, αναφορικά με την σημασία της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η οποία αποτελεί ένα μείζον διαχρονικό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, είναι σαφές ότι η οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα, όχι μόνο ξεκαθαρίζει ζητήματα δικαιοδοσίας, αλλά και συμβάλλει στην ακώλυτη και αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση του εδάφους και του υπεδάφους (κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας), καθώς και στην ειρηνική συνύπαρξη όμορων παράκτιων κρατών. Συνεπώς, η μη οριοθέτηση έχει οικονομικές και νομικές επιπτώσεις, με άμεσο αντίκτυπο στην περιφερειακή ασφάλεια, κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να αφήνει αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, κρατών με αντικείμενες ακτές, κρίνεται αναγκαία η συνομολόγηση συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, καθώς η Σύμβαση του Μontego Bay για το δίκαιο της θάλασσας τονίζει ότι σε περίπτωση αντικείμενων ακτών απαιτείται συμφωνία, με βάση το διεθνές δίκαιο, η οποία θα παράγει δίκαιο αποτέλεσμα (άρθρο 83 Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας).



Βιβλιογραφία :

· Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010

· Χρήστος Ροζάκης, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το δίκαιο της θάλασσας, Πόλις, 2021

· Περράκης, Σ., (επιμ.) Το Αιγαίο Πέλαγος και το Νέο Δίκαιο της Θάλασσας, Αθήνα, Σάκκουλας, 1996

· Συρίγος, Α., Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Αθήνα, Πατάκη, 2018

· Cassese A., International Law, Oxford University Press, New York, 2005

232 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Post: Blog2_Post
bottom of page