Κλεοπάτρα Τσούκλα
Η μυστηριώδης έννοια της ευθυδικίας (equity) στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
Έγινε ενημέρωση: 6 Ιαν 2022
📝Άρθρο της Τσούκλα Κλεοπάτρας, Δικηγόρου Αθηνών, M.Sc. Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο
Η έννοια ευθυδικία αποτελεί μια μάλλον παρεξηγημένη νομική έννοια, με μακρά ιστορική διαδρομή στη διεθνή νομολογία. Κυρίως στο πλαίσιο του δικαίου της θάλασσας, ο όρος “ευθυδικία” ή “ευθύδικο αποτέλεσμα” αποτέλεσε το μήλο της έριδος, καθώς η χρήση του από παράκτια κράτη υπέκρυπτε, πολλές φορές, πολιτικές σκοπιμότητες, που δεν συνδέονταν με την νομική φύση της διαφοράς. Αναμφισβήτητα, μια τέτοια περίπτωση είναι και η Τουρκία που επικαλείται τον όρο για τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της. Αυτό, κατά συνέπεια, οφείλεται και στο γεγονός ότι η χρήση του διεθνούς δικαίου από τα κράτη πολλές φορές γίνεται στο πλαίσιο πολιτικών σκοπιμοτήτων και αντιτιθέμενων κρατικών συμφερόντων, αναδεικνύοντας έτσι τον διττό χαρακτήρα του διεθνούς δικαίου, ήτοι το πολιτικό και δικαιικό στοιχείο. Ωστόσο, αναμφισβήτητα, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, από την αρχή της διαδρομής του, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία της φύσης του διεθνούς δικαίου, προσδίδοντας στο διεθνές δίκαιο την βαρύτητα και την θέση που του αναλογεί,ως σταθεροποιητικό παράγοντα στις μεταξύ των κρατών σχέσεις.
Βεβαίως όμως η έννοια της ευθυδικίας δεν συνδέεται διόλου με την πολιτική όψη της διαφοράς, αλλά μάλλον με την δικαιική. Καταρχήν, διευκρινίζοντας την έννοια, ευθυδικία σημαίνει η κατάληξη σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα[1], πράγμα το οποίο πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε δικαστική απόφαση, είτε εθνική είτε διεθνή, ωστόσο πάντα σε συμφωνία και στενή σύνδεση με τον νομικό κανόνα δικαίου.
Αρχικά, υφίστανται πολλές συναφείς έννοιες της ευθυδικίας. Για παράδειγμα, η equity infra legem αποτελεί μέθοδο ερμηνείας του κανόνα δικαίου, ενώ η equity praeter legem είναι η μέθοδος συμπλήρωσης του νομικού κενού όταν υφίσταται. Επιπλέον, η equity contra legem είναι η θεραπεία της “αδικίας” που προκαλεί η εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Τέλος, σε μεγάλη αντιδιαστολή από τις άνωθεν έννοιες, η ex aequo et bono, δεν σχετίζεται καθόλου με τον κανόνα δικαίου, ενώ όπως επισημαίνει ο Sir Elihu Lauterpacht, η έννοια 'Ex aequo et bono' , στο περιεχόμενο της έχει λίγα κοινά ή κανένα με την έννοια της ευθυδικίας, η οποία αποτελεί μια αυθεντική νομική έννοια τροποποιητική του νομικού κανόνα, αναφορικά με θεωρήσεις ηθικής και δικαίου. Η επίλυση μιας διαφοράς ex aequo et bono, αποτελεί μια επίλυση που απομακρύνεται από τον υπάρχοντα νομικό κανόνα, ενώ αποτελεί περισσότερο ίσως έναν μελλοντικό νομικό κανόνα. Άλλωστε, για να κρίνει μια διαφορά ex aequo et bono το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 38§2 του Καταστατικού του, απαιτείται η πρότερη συμφωνία των μερών. Αντιθέτως, η έννοια της ευθυδικίας, είναι μάλλον μια γενική αρχή του δικαίου, η οποία όμως εντοπίζεται και στο κείμενο της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982.
Σύμφωνα με τα άρθρα 71 §1 και 83 §1 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (1982)[2], η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, οφείλει να γίνεται “…με συμφωνία..επί τη βάση του διεθνούς δικαίου…ώστε να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα”. Συνεπώς, η ευθυδικία αποτελεί ένα στοιχείο στενά συνδεδεμένο με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, όπως ορίζεται στο θεσμικό κείμενο.
Ωστόσο, ευθυδικία δεν σημαίνει ισότητα των διαδίκων, όπως αναφέρει στη νομολογία του το Δικαστήριο.[3] Επιπλέον, αν ανατρέξουμε στη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της ευθυδικίας εξελίσσεται και λαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις, από την απόφαση της Βόρειας Θάλασσας (1969)[4], μέχρι την απόφαση Λιβύης/Μάλτας (1985). [5] Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας, την παρθενική υπόθεση για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, του Δικαστηρίου, η ευθυδικία αντιμετωπίζεται περισσότερο με την διορθωτική της έννοια, ενώ στη Λιβύη/Μαλτά, η ευθυδικία επιτάσσει να ληφθούν υπόψη οι σχετικές περιστάσεις που συνδέονται στενά με το νομικό καθεστώς και την φύση της υφαλοκρηπίδας, κι όχι άσχετες με τη νομική φύση της υφαλοκρηπίδας, περιστάσεις.
Αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα σπουδαίο, καθώς δίνεται βαρύτητα στις επιταγές του θεσμικού κειμένου, ήτοι την σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας, που προβλέπει την επίτευξη του ευθύδικου αποτελέσματος, ενώ παράλληλα προσδίδει και την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου, καθορίζοντας ένα πιο λογικό και κλειστό πλαίσιο σχετικών περιστάσεων που θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης, ακόμη κι αν κάθε υπόθεση κρίνεται ad hoc, με τις δικές της ιδιαίτερες σχετικές περιστάσεις. Άλλωστε, όπως αναφέρει κι ο καθηγητής, Μ.D.Evans, “η οριοθέτηση είναι μια πρακτική άσκηση, οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν να σχεδιάστηκαν ως ακριβείς εκθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, καθώς πολλές φορές είναι περισσότερο εύκολο να συμφωνήσουμε στο αποτέλεσμα, παρά στη λογική που υπάρχει πίσω από αυτό”.[6]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• R.R. Churchill and A.V. Lowe, 1999, The Law of the Sea, 3rd edition, Juris Publishing, Manchester University Press
• Hale, W., 2016 , Τουρκική Εξωτερική Πολιτική 1774-2000, Αθήνα, Πεδίο
• Οystein Jensen (editor), 2020, The Development of the Law of the Sea Convention, The Role of International Courts and Tribunals, Edward Elgar
• Angela Del Vecchio, Roberto Virzo, 2019, Interpretations of the United Nations Convention on the Law of the Sea by International Courts and Tribunals, Springer
• Παζαρτζή, Φ., 2015, Η Δικαιοδοτική Λειτουργία στο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
• Ροζάκης Χρήστος, 2021 , Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το δίκαιο της θάλασσας, Πόλις
• Ρούκουνας Εμμανουήλ, 2010 , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
• Η εικόνα εξωφύλλου αντλήθηκε από: https://images.app.goo.gl/vxBb3rmZYWJdc4BT6
[1] Black’s Law Dictionary, 9th ed. (West Minnesota 2009), 619 [2] United Nations, Law of the Sea Convention (1982) [3] I.C.J. Reports 1969, p. 49, para. 9l [4] ICJ, North Sea Continental Shelf (Federal Republic of Germany/Netherlands), 1969 [5] ICJ, Continental Shelf (Libyan Arab Jamahiriya/Malta), 1985 [6] “Delimitation is ‘a practical exercise. judgments given by Courts cannot be treated as if they were designed as precise expositions of the applicable legal provisions,’ as ‘it is often easier to agree on the result than on the reasoning that lies behind it.” - M.D Evans