- Μαρία Ακριώτη
Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ (Ν.3500/2006)
📝 Άρθρο της Μαρίας Ακριώτη, τριτοετούς φοιτήτριας της Νομικής Σχολής Αθηνών
1. Αποκαταστατική δικαιοσύνη
Ο ευρέως γνωστός όρος “Restorative justice” αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους «επανορθωτική δικαιοσύνη» ή «αποκαταστατική δικαιοσύνη». Πρόκειται για ένα μοντέλο δικαιοσύνης που στοχεύει στην αποκατάσταση των σχέσεων θύματος - δράστη, και όχι τόσο στην ποινική αντιμετώπιση του εγκλήματος υπό τη νομική του έννοια. Πιο συγκεκριμένα, στόχος είναι η επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και της διατάραξης των σχέσεων των κοινωνών που δημιουργούνται μετά από την τέλεση μίας αξιόποινης πράξης. Αυτό επιτυγχάνεται με την εξομάλυνση των προσωπικών σχέσεων δράστη - θύματος και του ευρύτερου κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Σκοπείται επίσης, η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την τέλεση της αξιόποινης πράξης, η ομαλή επανένταξη του δράστη στην κοινωνία, η έμφαση στο θύμα, που αποτελεί ίσως το ασθενέστερο μέρος της ποινικής διαδικασίας (καθώς έχει του ρόλο ενός απλού μάρτυρα) θέτοντας στο περιθώριο την ποινική δικονομική διαδικασία, μιας και οι στόχοι της αποκαταστατικής δικαιοσύνης κινούνται πέραν της απλής επίλυσης μίας διαφοράς στο δικαστήριο[1].
2. Ποινική διαμεσολάβηση και ειδικότερα ποινική συνδιαλλαγή
Αναπόσπαστο τμήμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης αποτελεί η ποινική διαμεσολάβηση, η οποία διακρίνεται στην ποινική συνδιαλλαγή (δράστης - θύμα) και ποινική διαπραγμάτευση (εισαγγελέας - δράστης). Αυτό που ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι η πρώτη, ήτοι η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής. Πρόκειται για μία πρακτική που στοχεύει στη μεταφορά της αποκαταστατικής δικαιοσύνης από τη θεωρία στην πράξη. Η διαδικασία λαμβάνει χώρα εκτός δικαστηρίου και στοχεύει στην εξυγίανση των σχέσεων δράστη - θύματος, γεγονός που αποτελεί και τον εν γένει απώτερο στόχο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Περιλαμβάνει το διάλογο του δράστη με το θύμα, με τη διαμεσολάβηση ενός τρίτου προσώπου που κατευθύνει τη συζήτηση. Το ευκταίο αποτέλεσμα έγκειται στην απολογία του δράστη, την αναγνώριση της ευθύνης του και την συμφωνία - υπόσχεση, ότι δε θα προβεί ξανά σε τέτοια ή παρόμοια πράξη και κατ’ επέκταση θα επανορθώσει τη ζημία που προκάλεσε.
Η ποινική συνδιαλλαγή περιλαμβάνει 3 φάσεις:
1. Προκαταρκτική φάση: παραγγελία - αίτημα ποινικής συνδιαλλαγής, συλλογή απαραίτητου υλικού για την υπόθεση, ενημέρωση δράστη και θύματος σχετικά με τους στόχους της όλης διαδικασίας. Ο διαμεσολαβητής συνδιαλλάσσεται με τα μέρη ξεχωριστά, ακούει τη θέση έκαστου και προσπαθεί να τους εμφυσήσει τους επιδιωκόμενους σκοπούς της συζήτησης που πρόκειται να ακολουθήσει.
2. Κύρια φάση: Δράστης και θύμα έρχονται σε επαφή , ο δράστης ομολογεί ό, τι έπραξε ενώπιον του θύματος, αναλαμβάνει την ευθύνη και υπόσχεται ότι θα επανορθώσει. Η όλη διαδικασία λαμβάνει χώρα σε ένα ουδέτερο περιβάλλον, χωρίς πιέσεις, με όσο το δυνατόν ανάλαφρο κλίμα, ενώ εποπτεύεται από το διαμεσολαβητή. Δύναται κατά τη διαδικασία να παρευρίσκονται και κοντινά πρόσωπα των δύο προσώπων, όπως οι γονείς, ειδικά σε περιπτώσεις που πρόκειται για συνδιαλλαγή μεταξύ ανηλίκων.
3. Τελική φάση: η συζήτηση ολοκληρώνεται, ο διαμεσολαβητής την αξιολογεί, και ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές αναφορικά με την έκβαση της, μιας και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θετικά, δηλαδή να υπήρξε συμφωνία των μερών, μπορεί όμως να είναι και αρνητικά, ήτοι τα μέρη να μην κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε πλέον η διαφορά ακολουθεί τη δικαστική οδό.
Η ποινική συνδιαλλαγή και γενικότερα η διαμεσολάβηση, ως θεσμός, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε αδίκημα. Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο ά.301 αναφέρονται συγκεκριμένα τα εγκλήματα, για τα οποία επιτρέπεται η χρήση της πρακτικής αυτής. Εκτός όμως από τα εγκλήματα αυτά, ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης εισήχθη στη χώρα μας και με το ν.3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, για λόγους συμμόρφωσης της ελληνικής νομοθεσίας στην απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ της 15ης Μαρτίου 2001. Η εισαγωγή μίας τέτοιας ρύθμισης στο πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας[2] κρινόταν απαραίτητη, ακριβώς λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα των συγκεκριμένου είδους αδικημάτων, που λαμβάνουν χώρα μεταξύ συζύγων - συντρόφων και γονέων - παιδιών. Αυτός ο ιδιάζων χαρακτήρας εντοπίζεται στις ιδιαίτερες προσωπικές – συγγενικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τα μέλη μίας οικογένειας και ως αποτέλεσμα δεν επιτρέπουν την επίλυση ενός προβλήματος με την επιβολή μίας απλής ποινής, καθώς η επίλυση αυτή δεν είναι ουσιαστική. Για το λόγο αυτό, ο ν.3500/2006 είναι αυτός ο εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών, που εν προκειμένω μπορεί να βοηθήσει στην εξομάλυνση των σχέσεων δράστη – θύματος.
3. Ανάλυση του ν.3500/2006
α) Ορισμοί
Στο πρώτο άρθρο του ν.3500/2006 παρατίθενται μερικοί απαραίτητοι ορισμοί. Ειδικότερα, ως ενδοοικογενειακή βία ορίζεται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, το οποίο μπορεί να είναι σύζυγος - γονέας, συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας α’ και β’ βαθμού, θετά τέκνα, και εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τέταρτο βαθμό και ανήλικα τέκνα. Ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας ορίζεται κάθε πρόσωπο από αυτά που προαναφέρθηκαν, σε βάρος του οποίου τελείται η αξιόποινη πράξη, ενώ θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέστηκε η πράξη των ά.299 (ανθρωποκτονία με δόλο) και ά.311 (θανατηφόρα σωματική βλάβη) του ΠΚ και ο ανήλικος κατά την παρ.2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.
β) Προϋποθέσεις
Το ά.11 εξειδικεύει τον τρόπο εφαρμογής του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης στα αδικήματα που αφορούν στην ενδοοικογενειακή βία. Ο ν. ορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, αφορά μόνο σε πλημμελήματα, όχι σε κακουργήματα. Σε αυτά, ο αρμόδιος εισαγγελέας εξετάζει τη δυνατότητα διαμεσολάβησης[3] [4]. Με αυτήν την εξειδίκευση καθίσταται φανερό, ότι δεν είναι όλα τα αδικήματα δεκτικά διαμεσολάβησης, και δη τα πιο σοβαρά, δηλαδή τα κακουργήματα. Για την έναρξη της διαδικασίας, ο δράστης πρέπει να δηλώσει ανεπιφύλακτα ότι είναι πρόθυμος να[5] :
I. δώσει λόγο τιμής ότι δε θα επαναλάβει αντίστοιχες πράξεις στο μέλλον και ότι σε περίπτωση που δράστης και θύμα συνοικούν, δέχεται να μείνει εκτός της κατοικίας του αν το ζητήσει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται σχετική έκθεση.
II. παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις (φορέας, διάρκεια, τόπος) που θα ορίσουν οι αρμόδιοι θεραπευτές. Η παρακολούθηση του αυτή πιστοποιείται και επισυνάπτεται στο φάκελο της υπόθεσης. Το πρόγραμμα αυτό προβλέπεται στο ν. για το δράστη, ωστόσο ορθότερο θα ήταν να δίνεται και στο θύμα η δυνατότητα να το παρακολουθήσει , για να εκφράσει τις σκέψεις του. Επίσης, κρίνεται απαραίτητο οι θεραπευτές που επιλαμβάνονται αυτού να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, να προέρχονται – κατά προτίμηση - από τους κλάδους των (παιδο)ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και να έχουν την κατάλληλη εμπειρία να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους τις περιπτώσεις[6].
III. Να άρει ή να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στο θύμα και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση[7] [8].
Συμπερασματικά, στόχος της διαδικασίας είναι η διαβεβαίωση του θύματος, ότι ο δράστης δε θα προβεί ξανά σε τέτοιες πράξεις, η υλική αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης και η διαπαιδαγώγηση του δράστη. Οι σκοποί κινούνται πέραν από την επιβολή μίας απλής τιμωρητικής ποινής και σκοπεύουν στο σωφρονισμό του θύματος, στην αποκατάσταση της ψυχικής ανισορροπίας και ταραχής που έχει προκληθεί στο θύμα και στην εξυγίανση των σχέσεων τους, καθόσον δεν πρόκειται για δύο άτομα άγνωστα μεταξύ τους, αλλά για δύο άτομα που ακόμα και αν δεν τους συνδέει εξ αίματος συγγένεια, μένουν κάτω από την ίδια στέγη. Οι προϋποθέσεις είναι συγκεκριμένες και αυστηρές (ειδικά οι σχετικές με τη θεραπεία του δράστη) και σκοπούν στην επίτευξη της συμφιλίωσης των δύο μερών.
Ειδικότερες προϋποθέσεις τίθενται, όπως είναι φυσικό, όταν πρόκειται για ανήλικο θύμα[9]. Η θέση του παιδιού σε μία τέτοια περίπτωση είναι ευάλωτη, γι αυτό και ο νόμος ήταν αναγκαίο να είναι αυστηρότερος. Ο ανήλικος που γίνεται θύμα ενδοοικογενειακής βίας στιγματίζεται ψυχικά για ολόκληρη τη ζωή του και μόνο με σωστή καθοδήγηση μπορεί η κατάσταση να εξομαλυνθεί. Έτσι, ο ν. ορίζει, ότι σε αυτήν την εξειδικευμένη περίπτωση, η διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού, αποκλειστικά προς το δικό του συμφέρον, και από κοινού με τον αρμόδιο τοπικά εισαγγελέα ανηλίκων και τον έχοντα / ασκούντα την επιμέλειά του. Φυσικά ο τελευταίος αποκλείεται, αν είναι ο ίδιος ο δράστης
Ο ν. λοιπόν εξειδικεύει ως προς τα πρόσωπα που είναι αρμόδια σε αυτήν την περίπτωση: πρόκειται για τον εισαγγελέα ανηλίκων, ο οποίος είναι καταλληλότερος εν προκειμένω, και πιο έμπειρος σε αυτά τα θέματα, και για αυτόν που ασκεί την επιμέλεια του, καθώς θεωρείται ότι πρόκειται για πρόσωπο που είναι κοντά στο ανήλικο θύμα, γνωρίζει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του και μπορεί να το βοηθήσει περισσότερο στην καταπολέμηση του προβλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία (τα δύο μέρη συμφωνούν στο ίδιο συμπέρασμα), η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Στους ανηλίκους 14 ετών και άνω δίνεται από το ν. η δικονομική δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης στη διαδικασία. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που δράστης είναι ο επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του τέκνου[10].
γ) Διαδικασία
Αφού αναλύθηκαν οι προϋποθέσεις, ο ν. στο ά.12 εμβαθύνει σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθείται για την ποινική διαμεσολάβηση στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Αρχικά, γίνεται αναφορά στα πλημμελήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω, στα οποία χωρεί ποινική διαμεσολάβηση μόνο αν το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά το ά.423 του ΚΠΔ, εξετάζοντας παράλληλα το ενδεχόμενο επιβολής περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο (οι οποίοι όροι αίρονται αν εφαρμοστεί τελικά η διαμεσολάβηση). Παρόλα αυτά, ποινική διαμεσολάβηση χωρεί και στην περίπτωση της προκαταρκτικής εξέτασης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Εισαγγελέας έχει τις εξής δυνατότητες - αρμοδιότητες:
- Δύναται να διατάσσει ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο θύμα, ώστε να καταστεί σαφές αν ευσταθεί η κατηγορία εναντίον του υπόπτου.
- Εξετάζει ο ίδιος ή αναθέτει σε ανακριτικούς υπαλλήλους την εξέταση μαρτύρων και μελών της οικογένειας.
- Καλεί τον ύποπτο να παράσχει εξηγήσεις.
Μετά από αυτή τη συνοπτική εξέταση της διαδικασίας καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
- Για να ξεκινήσει η ποινική διαμεσολάβηση και η συνδιαλλαγή δράστη - θύματος απαιτείται η συμφωνία και των δύο, και αν υπάρχουν περισσότερα πρόσωπα απαιτείται η συμφωνία όλων. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ομολογήσει, να αναλάβει την ευθύνη, να αποκαταστήσει τη βλάβη (αν πρόκειται για το δράστη) ή να μπει στη διαδικασία να έχει απέναντι του ένα πρόσωπο που τον προσέβαλε καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, να επαναφέρει στη μνήμη του γεγονότα δυσάρεστα, να βιώσει μία έντονη συναισθηματικά διαδικασία (αν πρόκειται για το θύμα). Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται και μία επιπόλαιη συζήτηση μεταξύ τους[11] .
- Η διαμεσολάβηση ξεκινάει με αίτημα του κατηγορουμένου. Αυτός έχει εν προκειμένω τον πρώτο λόγο, καθώς πρέπει να ομολογήσει, “καταπατώντας” το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του, πρέπει να αναλάβει την ευθύνη, να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και να αποζημιώσει. Άπαντα των ανωτέρω πρέπει να τα γνωρίζει και να τα αποδέχεται εκ των προτέρων, ώστε να ευδοκιμήσει η συνδιαλλαγή.
- Το θύμα δεν είναι υποχρεωμένο να δεχτεί. Μπορεί να μην επιθυμεί κάποιου είδους συμβιβασμό, να απορρίψει το αίτημα και να προβεί στην άσκηση ποινικής δίωξης.
δ) Συνέπειες
Στο ά.13 αναλύονται οι ποινικές συνέπειες της ποινικής διαμεσολάβησης στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Έτσι, εφόσον λάβει χώρα η ποινική διαμεσολάβηση, η εισαγγελική διάταξη καταχωρίζεται στο δελτίο ποινικού μητρώου και διατηρείται μέχρι την εκ του νόμου παραγραφή του αδικήματος. Η διαδικασία θεωρείται επιτυχώς ολοκληρωμένη εφόσον παρέλθουν τρία χρόνια συμμόρφωσης του δράστη προς τους όρους της διαμεσολάβησης, οπότε και εξαλείφεται η αξίωση της πολιτείας για το αδίκημα[12]. Απαιτείται επομένως να διατρέξει ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο θα φανεί αν ο δράστης τήρησε τις υποσχέσεις και τις δηλώσεις του. Εφόσον τα έκανε αυτά, η ποινική διαμεσολάβηση έχει ολοκληρωθεί, έχει επιτύχει τους στόχους της, το αδίκημα δεν υφίσταται πλέον και οι σχέσεις θύματος - δράστη έχουν κατά το δυνατόν και εφικτό αποκατασταθεί
Ωστόσο, τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι θετικά, η διαμεσολάβηση μπορεί να λήξει νωρίτερα από υπαιτιότητα του δράστη ή του θύματος. Έτσι, αυτή παύει, και αίρονται αναδρομικά τα αποτελέσματα που έχουν επέλθει έως αυτό το χρονικό σημείο. Η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο, ενώ ξεκινάει η ποινική διαδικασία κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Νέο αίτημα για ποινική διαμεσολάβηση απαγορεύεται. και ο λόγος προς τούτο είναι ακριβώς, ότι εφόσον η πρώτη διαμεσολάβηση δεν ευδοκίμησε, και μάλιστα από υπαιτιότητα ενός εκ των δύο μερών - πολλώ δε μάλλον και των δύο - , κατέστη πλέον σαφές, ότι η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με απλή συζήτηση, αλλά χρειάζεται η εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο. Νέο αίτημα για διαμεσολάβηση θα τύγχανε καταχρηστικό.
Ενόσω διαρκεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης η πράξη τελεί σε εκκρεμοδικία, ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, με τα ίδια πρόσωπα δεν μπορεί να ασκηθεί. Αν ολοκληρωθεί επιτυχώς η διαμεσολάβηση, η υπόθεση εξαλείφεται, οπότε ποινική δίωξη για αυτήν την πράξη απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Η απόρριψη του αιτήματος διαμεσολάβησης ή η μη ολοκλήρωση της δεν επάγονται καμία ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια στη δίκη που έπεται. Το ά.301παρ5 του ΚΠΔ μάλιστα ορίζει για την ποινική συνδιαλλαγή, ότι αν αυτή δεν επιτευχθεί, αίτηση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ, το υλικό που έχει συλλεγεί καταστρέφεται και τυχόν αντίγραφα δε λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.
ε) Κριτική – Συμπεράσματα
Η ελληνική έννομη τάξη ήταν υποχρεωμένη να συμμορφωθεί στην απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης[13] , όπερ και έγινε, με την έκδοση του ν.3500/2006 για την προστασία της οικογένειας και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Ο νόμος αυτός αρχικά αντιμετωπίστηκε ιδιαίτερα θετικά και ελπιδοφόρα, καθώς η ελληνική έννομη τάξη αναβαθμίστηκε με αυτό το νομοθέτημα, το οποίο αφορά σε ένα καίριο πρόβλημα που πλήττει την κοινωνία μας και δεν έχει εξαλειφθεί. Η συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων δεν ομοιάζει με καμία από τις υπόλοιπες. Η ιδιαίτερη σχέση δράστη - θύματος και η ευάλωτη συνήθως θέση του θύματος τη διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα εγκλήματα, γι αυτό και έπρεπε να προβλεφθεί η δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης, μιας και το σημαντικότερο θα ήταν να γίνει μία προσπάθεια αποκατάστασης των προσωπικών σχέσεων των μερών, παρά να επιβληθεί και να εκτιθεί μία ποινή.
Ωστόσο, τα προβλήματα και οι δυσχέρειες αυτού του θεσμού δεν άργησαν να φανούν. Η Ελλάδα δε διαθέτει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για το θεραπευτικό - συμβουλευτικό πρόγραμμα, στο οποίο πρέπει να υποβληθεί ο δράστης. Δεν υπάρχει η κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση. Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι τα ανωτέρω υπάρχουν, λείπουν οι κατάλληλες δομές για να υποστηρίξουν αυτό το πρόγραμμα. Γιατί προφανώς κάποιος που έχει διαπράξει ένα αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας δε βρίσκεται ούτε στη φυλακή (γεγονός το οποίο αποτελεί και έναν εκ των κύριων στόχων της διαμεσολάβησης), ούτε όμως είναι αθώος, και δεν μπορεί κιόλας να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος, ώστε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα από το σπίτι του, για παράδειγμα. Πρέπει να υπάρχει ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος, με ουδέτερη ατμόσφαιρα, ώστε να επιφέρει αποτελέσματα αυτή η “θεραπεία”. Εφόσον απουσιάζουν τα κατάλληλα άτομα και οι κατάλληλες δομές, ποιά λύση προτείνεται; Μήπως θα έπρεπε να παραλειφθεί αυτό το θεραπευτικό - συμβουλευτικό πρόγραμμα; Πώς θα μπορούσαμε να πούμε όμως τότε, ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης ευδοκίμησε; Ο δράστης δεν επιμορφώθηκε με κάποιο τρόπο και δεν είναι έτοιμος να επιστρέψει στην οικογένεια του. Μπορεί απλά να ομολόγησε, μόνο και μόνο για να μην του επιβληθεί η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή για το αδίκημα που διέπραξε.
Ένα ακόμα πρακτικό πρόβλημα που προκύπτει είναι το ποιός αναλαμβάνει την υπόθεση μετά την ολοκλήρωση της διαμεσολάβησης. Το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση μετά την αναβολή; Και αν την αναλάβει αυτό, θα εκδώσει απλώς αθωωτική απόφαση; Μήπως θα πρέπει και αυτό από τη μεριά του να προβεί σε μια ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, ώστε να βεβαιωθεί, ότι ο δράστης όντως δε θα τελέσει πάλι κάποιο έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας; Αυτό θα ήταν προς το συμφέρον τόσο του θύματος, της οικογένειας του και της προστασίας της ως θεσμού εν γένει. Αν όμως γίνει αυτό, τότε ποιός ο λόγος της ποινικής διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι θα γίνει ούτως ή άλλως εξέταση από το δικαστήριο; Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με έναν από τους βασικούς λόγους ύπαρξης του θεσμού, την ανάγκη αποσυμφόρησης των δικαστηρίων .
Σχετικά με την ποινική διαμεσολάβηση εν γένει έχουν εκφραστεί πολλές αρνητικές απόψεις. Ίσως η σημαντικότερη από αυτές να αφορά στην περιστολή των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος όταν υποβάλλεται σε αυτή τη διαδικασία χάνει ουσιαστικά το δικαίωμα υπεράσπισης, μη αυτοενοχοποίησης, καθώς και το δικαίωμα σιωπής, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλεται το τεκμήριο αθωότητας, ήτοι δικαιώματα και δικονομικές δικλείδες που προβλέπονται και σε υπερνομοθετικό επίπεδο, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Επίσης, υποστηρίζεται η άποψη, ότι η ποινική διαμεσολάβηση ελλοχεύει τον κίνδυνο εξασθένισης του κύρους της έννομης τάξης, καθώς στο δράστη δεν επιβάλλεται η ποινή που ορίζεται από το νόμο για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων[14].
Ίσως όμως τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα. Η Ελλάδα με το νομοθέτημα 3500/2006 και την εισαγωγή του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας συμμορφώνεται με τη σειρά της στα διεθνή πρότυπα επίλυσης διαφορών με συμβιβαστικό τρόπο. Εξάλλου, η πρόοδος της δικαιοσύνης κινείται πλέον όλο και περισσότερο στην επίλυση μίας διαφοράς εξωδικαστικώς με συναινετικό τρόπο. Οι αλλαγές που συντελούνται καθημερινά επιβάλλουν την υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων που θα μπορούν να συμβαδίζουν με τα νέα προβλήματα που προκύπτουν. Η ποινική διαμεσολάβηση δεν υποσκάπτει το κύρος της έννομης τάξης, καθώς κανένας δεν υπονόησε, ότι όλες οι υποθέσεις θα λύνονται με αυτήν. Τα δικαστήρια εξακολουθούν να ασκούν την εξουσία τους, και μόνο στις περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί η διαμεσολάβηση, δε δικάζουν. Αυτό εξάλλου, ελέγχεται σε κάθε υπόθεση ad hoc.
Μήπως η λύση θα ήταν να μην εφαρμοστεί καθόλου ο νόμος, τουλάχιστον μέχρι η ελληνική έννομη τάξη να αποκτήσει τις δομές που απαιτούνται; Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής λύση. Παρά τις όσες δυσκολίες, το νομοθέτημα είναι αρκετά καινοτόμο και δε θα έπρεπε ως χώρα να εφαρμόζουμε παρωχημένες μεθόδους, όντας προσκολλημένοι σε αυτές και χωρίς να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε βήματα προόδου, ακόμα και αν αυτό δεν είναι εύκολο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου ‘Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας’», docplayer.gr, https://docplayer.gr/74488342-Aitiologiki-ekthesi-sto-shedio-nouoy-gia-tin-antiuetopisi-tis-endooikogeneiakis-vias.html, προσπελάστηκε στις 04/01/2022
Άννα Πλεύρη, «Η νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα και την Κύπρο», Crime in Crisis, http://crime-in-crisis.com/%CE%B7-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CE%BF%CE%BF%CE%B9// , δημοσιεύτηκε στις 25/01/2016, προσπελάστηκε στις 07/01/2022
Βάσω Αρτινοπούλου, «Αποκαταστατική δικαιοσύνη και κοινωνικό φύλο. Η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας» σε «ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη», εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2010, σ.545-558
Βάσω Αρτινιπούλου, «ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων», εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Νοέμβριος 2010, σ.15-40, 108-120
Βενετία Ζαχαράκη, «Αποκαταστατική δικαιοσύνη και διαμεσολάβηση: Εργαστήριο Παντείου Πανεπιστημίου», crimetimes.gr, https://www.crimetimes.gr/apokatastatikh-dikaiosynh-kai-egklhma-sthn-ellada/ , δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2018, προσπελάστηκε στις 03/01/2022
Βλάσης Τομαράς, « Διαστάσεις της ενδοοικογενειακής βίας: ο ν.3500/2006 και ο ρόλος των ειδικών ψυχικής υγείας» σε «Ενδοοικογενειακή βία: προοπτικές μετά το ν.3500/2006», Φωτεινή Μηλιώνη, εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2008, σ. 77-85
Διονύσιος Κατσαμπέρης, «Η ποινική Διαμεσολάβηση στην Ενδοοικογενειακή Βία» (διπλωματική εργασία), Αθήνα, 07/01/2015, σ.22- 54
«Ενδοοικογενειακή απειλή και διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης», lagopoulou.gr, https://www.lagopoulou.gr/el/%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82// , δημοσιεύτηκε στις 03/11/2020, προσπελάστηκε στις 08/01/2022
Μιχαήλ Μικρού, «Συνδιαλλαγή θύματος και δράστη στα πλαίσια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης» (διπλωματική εργασία), Δεκέμβριος 2004, σ.8-28, 35-37,GRI-2015-14729.pdf (auth.gr), προσπελάστηκε στις 02/01/2022
«Νόμος 3500/2006 – ΦΕΚ 232/Α/24-10-2006 (Κωδικοποιημένος)», https://www.e-nomothesia.gr/oikogeneia/n-3500-2006.html
Φωτοπούλου Ευγενία, «Η σημασία του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης ιδίως ενόψει εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, efotopoulou.gr, https://efotopoulou.gr/i-simasia-tou-thesmou-tis-pinikis-diamesolavisis-idios-enopsi-egklimaton-endoikogeniakis-vias//, δημοσιεύτηκε στις 10/11/2021, προσπελάστηκε στις 30/12/2021
Χρίστος Μυλωνόπουλος, «Ο θεσμός της (ποινικής) διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του», mylonopoulos.gr, http://www.mylonopoulos.gr/publication/article/45/-o-thesmos-tis-(poinikis)-diapragmateysis-(plea-bargaining)-skepseis-gia-ti-theoritiki-themeliosi-kai-tin-praktiki-leitoyrgia-toy.html , προσπελάστηκε στις 04/01/2022
[1] Βάσω Αρτινοπούλου, «Αποκαταστατική δικαιοσύνη και κοινωνικό φύλο. Η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας» σε «ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη», εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2010, σ.545-558 [2] Ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» αναφέρει ο κ. Λίβος, δεν έχει αυστηρό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή «terminus tecnicus», αλλά έννοια της εγκληματολογίας, με την οποία περιγράφεται και αξιολογείται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο, Διονύσιος Κατσαμπέρης, «Η ποινική Διαμεσολάβηση στην Ενδοοικογενειακή Βία» (διπλωματική εργασία), Αθήνα, 07/01/2015, σ.22- 54 [3] Μιχαήλ Μικρού, «Συνδιαλλαγή θύματος και δράστη στα πλαίσια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης» (διπλωματική εργασία), Δεκέμβριος 2004, σ.8-28, 35-37,GRI-2015-14729.pdf (auth.gr), προσπελάστηκε στις 02/01/2022 [4] Πρόκειται για ειδική δικονομική προϋπόθεση. «Ενδοοικογενειακή απειλή και διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης», lagopoulou.gr, https://www.lagopoulou.gr/el/%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82// , δημοσιεύτηκε στις 03/11/2020, προσπελάστηκε στις 08/01/2022 [5] Βάσω Αρτινιπούλου, «ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων», εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Νοέμβριος 2010, σ.15-40, 108-120 [6] Βλάσης Τομαράς, « Διαστάσεις της ενδοοικογενειακής βίας: ο ν.3500/2006 και ο ρόλος των ειδικών ψυχικής υγείας» σε «Ενδοοικογενειακή βία: προοπτικές μετά το ν.3500/2006», Φωτεινή Μηλιώνη, εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2008, σ. 77-85 [7] Βενετία Ζαχαράκη, «Αποκαταστατική δικαιοσύνη και διαμεσολάβηση: Εργαστήριο Παντείου Πανεπιστημίου», crimetimes.gr, https://www.crimetimes.gr/apokatastatikh-dikaiosynh-kai-egklhma-sthn-ellada/ , δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2018, προσπελάστηκε στις 03/01/2022 [8] Φωτοπούλου Ευγενία, «Η σημασία του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης ιδίως ενόψει εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, efotopoulou.gr, https://efotopoulou.gr/i-simasia-tou-thesmou-tis-pinikis-diamesolavisis-idios-enopsi-egklimaton-endoikogeniakis-vias//, δημοσιεύτηκε στις 10/11/2021, προσπελάστηκε στις 30/12/2021 [9] Άννα Πλεύρη, «Η νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα και την Κύπρο», Crime in Crisis, http://crime-in-crisis.com/%CE%B7-%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CE%BF%CE%BF%CE%B9// , δημοσιεύτηκε στις 25/01/2016, προσπελάστηκε στις 07/01/2022 [10] «Νόμος 3500/2006 – ΦΕΚ 232/Α/24-10-2006 (Κωδικοποιημένος)», https://www.e-nomothesia.gr/oikogeneia/n-3500-2006.html [11] «Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου ‘Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας’», docplayer.gr, https://docplayer.gr/74488342-Aitiologiki-ekthesi-sto-shedio-nouoy-gia-tin-antiuetopisi-tis-endooikogeneiakis-vias.html, προσπελάστηκε στις 04/01/2022 [12] Μιχαήλ Μικρού, «Συνδιαλλαγή θύματος και δράστη στα πλαίσια της αποκαταστατικής δικαιοσύνης» (διπλωματική εργασία), Δεκέμβριος 2004, σ.8-28, 35-37,GRI-2015-14729.pdf (auth.gr), προσπελάστηκε στις 02/01/2022 [13] Η απόφαση αυτή στο ά.10 υποχρεώνει τα ΚΜ της ΕΕ να προωθήσουν τη διαμεσολάβηση σε ποινικές υποθέσεις μέχρι τις 22/03/2006. «Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου ‘Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας’», docplayer.gr, https://docplayer.gr/74488342-Aitiologiki-ekthesi-sto-shedio-nouoy-gia-tin-antiuetopisi-tis-endooikogeneiakis-vias.html, προσπελάστηκε στις 04/01/2022 [14] Χρίστος Μυλωνόπουλος, «Ο θεσμός της (ποινικής) διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του», mylonopoulos.gr, http://www.mylonopoulos.gr/publication/article/45/-o-thesmos-tis-(poinikis)-diapragmateysis-(plea-bargaining)-skepseis-gia-ti-theoritiki-themeliosi-kai-tin-praktiki-leitoyrgia-toy.html , προσπελάστηκε στις 04/01/2022
Η εικόνα εξωφύλλου αντλήθηκε από: https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/oikogeneia-kai-paidi/endooikogeneiaki-via.html