- Λυδία Νίκα
Η υπόθεση Leon Madrid κατά Ισπανίας και η διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου.
📝 Άρθρο της Λυδίας Νίκα, πτυχιούχου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης-ΕΚΠΑ, φοιτήτριας Νομικής Σχολής-Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Εισαγωγή
Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η απόφαση Leon Madrid κατά Ισπανίας και το ζήτημα της διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου. Ειδικότερα, αναλύονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και οι διαδικασίες ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων. Εν συνεχεία, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ[1], όπως επίσης και στα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατά την προσφεύγουσα παραβιάζονται στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, ενώ δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί η αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Ξεκινώντας, το ΕΔΔΑ εξέτασε την αίτηση υπ’ αριθμ. 30306/13 κατά του Βασιλείου της Ισπανίας. Ειδικότερα, η Ισπανίδα υπήκοος κ. Josefa Leon Madrid, η οποία ήταν και η αιτούσα, προσέφυγε στη δικαιοσύνη βάσει του αρ. 34 της Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών στις 24 Απριλίου 2013.[2]Επίσης, ελήφθησαν υπόψη οι αποφάσεις περί του αιτήματος που περιήλθε εις γνώσιν της ισπανικής κυβέρνησης στις 2 Σεπτεμβρίου 2013 και στις 9 Ιανουαρίου 2019, όπως και οι παρατηρήσεις των μερών.[3]
Η εν λόγω αίτηση, αφορά το αίτημα της αιτούσας περί αναστροφής των επιθέτων τα οποία φέρει η ανήλικη κόρη της. Ειδικότερα, την περίοδο που έλαβαν χώρα τα σχετικά με την εδώ εξεταζόμενη υπόθεση πραγματικά περιστατικά, η ισπανική νομοθεσία προέβλεπε ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, το τέκνο θα φέρει το επίθετο του πατρός, ακολουθούμενο από το επίθετο της μητέρας.[4] Ωστόσο, η αιτούσα θεωρεί ότι η παρούσα ρύθμιση ισοδυναμεί με διάκριση και ότι όσον αφορά τη σειρά των επιθέτων θα πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες που υφίστανται σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, ενώ προς υποστήριξη των εν λόγω επιχειρημάτων, γίνεται επίκληση των αρ. 8 και 14 της Σύμβασης που προαναφέρθηκε και του αρ. 1 του 12ου Πρωτοκόλλου αυτής.[5]
Πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων
Η αιτούσα γεννήθηκε το 1969 και ζει στην Palma de Majorca. Μεταξύ 2004 και 2005, αυτή είχε σχέση με τον J.S.T.S, μετά το τέλος της οποίας διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος, και ενημέρωσε σχετικά τον πρώην σύντροφό της.[6] Ο τελευταίος, επέμεινε εντόνως περί της διακοπής της κυήσεως. Εντούτοις, η αιτούσα αποφάσισε να μην προβεί στην εν λόγω ενέργεια, αλλά συγχρόνως, να διακόψει κάθε επαφή με τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, στις 9 Νοεμβρίου 2005, γεννήθηκε η C.V., η οποία ενεγράφη στο σχετικό μητρώο με τα 2 επίθετα της μητέρας της.[7] Η αιτούσα συναίνεσε να δει ο πατέρας το τέκνο του πολλές φορές, μέχρι τη στιγμή που εκ μέρους της ιδίας αποφασίστηκε η διακοπή της επικοινωνίας, εξαιτίας του ψυχολογικού εκφοβισμού τον οποίο αυτός προκαλούσε στο νήπιο, κατά την αιτούσα.[8]
Τον Μάρτιο του 2006, ο J.S.T.S., ξεκίνησε διαδικασία προσβολής της πατρότητας για το τέκνο του το οποίο είχε γεννηθεί εκτός γάμου, στην οποία αντιτάχθηκε η αιτούσα, η οποία αιτήθηκε σε κάθε περίπτωση, τη στέρηση της γονικής μέριμνας εκ μέρους του πρώην συντρόφου της, εάν ο τελευταίος αναγνωριζόταν ως πατέρας του τέκνου της.[9] Όπως αναφέρθηκε και στη σχετική απόφαση της 14ηςΦεβρουαρίου 2007 του Πρωτοδικείου υπ’ αριθμ. 6 της Palma de Majorca, οι ισχυρισμοί του J.ST.S. έγιναν δεκτοί και αυτός αναγνωρίστηκε ως ο βιολογικός πατέρας του παιδιού. Περαιτέρω, αποφασίστηκε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το τέκνο θα έπρεπε να φέρει το επίθετο του πατέρα, ακολουθούμενο από αυτό αντίστοιχα της μητέρας.[10]
Ακολούθως, ασκήθηκε έφεση εκ μέρους της προσφεύγουσας, με την οποία ζητήθηκε να προηγείται το δικό της επίθετο και όχι αυτό αντίστοιχα του πρώην συντρόφου της.[11] Στις 18 Σεπτεμβρίου 2007 εκδόθηκε η σχετική απορριπτική απόφαση της εφέσεως. Ωστόσο, υπενθυμίστηκε ότι βάσει του Ν. 40/1999, ήταν δυνατή η αντιστροφή των επιθέτων των γονέων του τέκνου από τις 5 Νοεμβρίου 1999 οπότε τέθηκε σε ισχύ ο εν λόγω νόμος, προκειμένου να εξαλειφθούν οι διακρίσεις λόγω φύλου. Όμως, απαιτούνταν η ρητή συγκατάθεση και των 2 γονέων, προϋπόθεση η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνταν.[12]
Εν συνεχεία, απερρίφθη ως απαράδεκτη και η αναίρεση η οποία υπεβλήθη από την αναιρεσείουσα, με σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2009.[13] Ωστόσο, η αιτούσα προσέφυγε και στο Συνταγματικό Δικαστήριο, επικαλούμενη τα άρθρα 14 και 24 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν την απαγόρευση των διακρίσεων και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, αντίστοιχα. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην παραβίαση του άρθρου 14, εφόσον κατά την ίδια η τοποθέτηση του επιθέτου του πατέρα προ του δικού της συνιστά μορφή διάκρισης σε βάρος της, ενώ το παρόν αποτέλεσε τον λόγο για τον οποίο επέκρινε και τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω.[14]
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, η εισαγγελία παραδέχθηκε ότι η ισχύουσα νομοθεσία οδηγούσε εμφανώς σε διακριτική μεταχείριση, ερειδόμενη σε ένα πατριαρχικό μοντέλο οικογένειας, το οποίο πλέον ήταν σαφώς παρωχημένο.[15] Ο ίδιος ο νομοθέτης, αντιλαμβανόμενος την ανάγκη θεραπείας αυτής της κατάστασης και εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου, θέσπισε το νόμο 20/2011 της 21ης Ιουλίου 2011, ο οποίος όμως δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ και συνεπώς, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση.[16]Βάσει του παρόντος δε, σε περίπτωση διαφωνίας, η απόφαση περί της σειράς των επιθέτων, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και υπηρετώντας το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Έτσι, τελικώς η εισαγγελία στήριξε τα επιχειρήματά της στη νομολογία, και ειδικότερα στην απόφαση UnalTekeliκατά Τουρκίας.[17]
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω υπόθεση, έγινε λόγος, όπως και στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, περί παραβίασης του αρ. 14 σε συνδυασμό με το αρ. 8, εφόσον δεν επετράπη σε μία παντρεμένη γυναίκα να χρησιμοποιήσει σε επίσημα έγγραφα μόνο το πατρικό της όνομα.[18] Αναλυτικότερα, μετά την τέλεση γάμου, η προσφεύγουσα έλαβε το επίθετο του συζύγου της, βάσει των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Εντούτοις αυτή, όντας ασκούμενη δικηγόρος, αποφάσισε να τοποθετήσει πρώτα το πατρικό της επίθετο, εφόσον με αυτό ήταν γνωστή ως επαγγελματίας.[19] Ωστόσο, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τα 2 επίθετα σε επίσημα έγγραφα, και για αυτό το λόγο ζήτησε να της επιτραπεί η χρήση αποκλειστικά του πατρικού της ονόματος, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι έγγαμες γυναίκες, βάσει της σχετικής νομοθεσίας υποχρεούνται να φέρουν το επίθετο του συζύγου τους καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Παρά τη μεταγενέστερη τροποποίηση του Αστικού Κώδικα, βάσει της οποίας επετράπη στις έγγαμες γυναίκες να διατηρούν το πατρικό τους όνομα προ του επιθέτου του συζύγου τους, εντούτοις η αιτούσα θεώρησε ότι είχε υποστεί διακριτική μεταχείριση εξαιτίας του φύλου της, εφόσον κάτι αντίστοιχο δεν ίσχυε για τους άνδρες, ισχυρισμός ο οποίος έγινε ομοφώνως δεκτός από το Δικαστήριο.[20]
Ωστόσο όσον αφορά την εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, με μία απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2012, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε την έφεση ως απαράδεκτη, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης.[21] Θεώρησε μάλιστα, ότι η αιτούσα δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς την ειδική συνταγματική σημασία της έφεσής της, στον βαθμό που είχε αφομοιώσει λανθασμένα το ισχυρισμό σχετικά με την παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος.[22]
Προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ
Εν συνεχεία, η προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ έγινε δεκτή, εφόσον δεν κρίθηκε προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Όσον αφορά δε τους ισχυρισμούς των διαδίκων, σε σχέση με την αιτούσα θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή δεν διαφωνούσε με την εγγραφή του τέκνου της με 2 επίθετα, ούτε αμφισβήτησε το δικαίωμα αμφοτέρων των γονέων περί του «αντικατοπτρισμού» της οικογενειακής καταγωγής στα επίθετα του τέκνου τους.[23] Βάσει του σχετικού νόμου δε, προβλέπεται μόνο σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων η εγγραφή του παιδιού με το επίθετο του πατέρα, το οποίο προηγείται έναντι αυτού της μητέρας, χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης.[24]
Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, υπήρξε σαφής διάκριση όσον αφορά τη διατύπωση του αρ. 194 του Κανονισμού για την εφαρμογή του νόμου σχετικά με τις ληξιαρχικές πράξεις.[25]Όπως ισχυρίστηκε δε η προσφεύγουσα, πρόκειται αναμφισβήτητα για κατάλοιπο μιας μεροληπτικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1950 η οποία εισάγει διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και επιβάλλει αυτή την απαρχαιωμένη προτίμηση σχετικά με τη σειρά των επιθέτων του παιδιού.[26] Ο σχετικός νόμος και ο κανονισμός δε, έχουν θεσπιστεί σε μία εποχή που η νομοθεσία λειτουργούσε ευνοϊκά προς το ανδρικό φύλο και τα δικαιώματα αυτού και αντιστοίχως, σε βάρος των γυναικών.[27]
Ακολούθως, έγινε αναφορά και στο Ν. 20/2011 της 21ης Ιουλίου 2011, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων σχετικά με τη σειρά των επιθέτων του παιδιού, το ζήτημα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ο οποίος αποφαίνεται επί της συγκεκριμένης υποθέσεως λαμβάνοντας υπόψη και υπηρετώντας το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.[28]
Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος προκειμένου το τέκνο της να φέρει το επίθετο κάποιου ο οποίος ουδέποτε έζησε στην οικία όπου διαμένει το παιδί από τη γέννησή του. Επιπλέον, η διάκριση για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να δικαιολογηθεί για λόγους ασφάλειας δικαίου.[29]
Από την πλευρά της, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ουδεμία διάκριση βάσει φύλου έλαβε χώρα σχετικά με τα επίθετα, βάσει του ισπανικού δικαίου, ούτε τη στιγμή της πράξης ούτε επί του παρόντος, εάν η πατρότητα έχει αναγνωριστεί, τα τέκνα που μόλις έχουν γεννηθεί φέρουν τα επώνυμα αμφοτέρων των γονέων τους.[30] Επίσης, αναφέρεται ότι δεν υφίσταται καμία διάκριση όσον αφορά τη σειρά των επιθέτων, εφόσον σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία επιτρέπεται αυτή η σειρά να καθορίζεται ελευθέρως με κοινή συμφωνία των γονέων, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και ειδικότερα, με στόχο την προστασία των ανηλίκων όπως επίσης και για λόγους ασφάλειας δικαίου.[31] Ελλείψει δε συμφωνίας των γονέων και μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών, πάντοτε προς το συμφέρον αυτών, προβλέπεται μία ενδιάμεση λύση στην ισπανική νομοθεσία, καθιστώντας τη ρύθμιση αυτή ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.[32]Επιπροσθέτως, η Κυβέρνηση αναφέρει ότι η νομοθετική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε με το Ν. 20/2011 της 21 Ιουλίου 2011 και αφορά το ζήτημα των επιθέτων, δεν ισοδυναμεί με αντίθεση των ισχυουσών κατά την περίοδο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά διατάξεων προς τη Σύμβαση. Το Κράτος δε, θα επιλέξει, κατά την εκτίμησή του, μεταξύ των 2 δυνατοτήτων που παρέχονται βάσει της Σύμβασης.[33]
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η παρούσα αίτηση αφορά την εικαζόμενη διάκριση σε βάρος της αιτούσας, λόγω της σειράς των επιθέτων που έφερε η ανήλικη κόρη της ενώ το δικαστήριο έκρινε ότι το αρ. 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το αρ. 8,τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.[34]
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι στο αρ. 14της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται η απαγόρευση των διακρίσεων, ενώ συγχρόνως διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση, σε σχέση με την απόλαυση των λοιπών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την εν λόγω Σύμβαση, απαριθμούνται ορισμένα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων διακρίνονται πρόσωπα ή ομάδες προσώπων μεταξύ τους και τα οποία δεν θα πρέπει «να αποτελέσουν έρεισμα ή λόγο δυσμενούς διάκρισης».[35] Το δε ΕΔΔΑ, έχει παρατηρήσει σε αρκετούς τομείς διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλλου, που είναι και το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, η οποία συνιστά παραβίαση του αρ. 14 της ΕΣΔΑ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν μεταξύ άλλων, η ισότητα στο γάμο, η ενδοοικογενειακή βία, η γονική άδεια και οι παροχές, αλλά και το επώνυμο των τέκνων , όπως στην προκειμένη περίπτωση.[36] Επίσης, το αρ. 8 της ΕΣΔΑ για το οποίο επίσης τίθεται ζήτημα παραβίασης, σε συνδυασμό με το προαναφερόμενο άρθρο, αφορά το «Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής». Με το παρόν, κατοχυρώνεται η προστασία της ιδιωτικότητας, η οποία αφορά την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία του ατόμου.[37]
Οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, σε σχέση με την διακριτική μεταχείριση μεταξύ προσώπων που έρχονται αντιμέτωπα με παρόμοιες καταστάσεις.[38] Αναλυτικότερα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι βάσει της ισχύουσας την περίοδο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά νομοθεσίας, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, διδόταν αυτομάτως το επίθετο του πατέρα στο τέκνο. Οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν δε όσον αφορά το παρόν ζήτημα με τη θέσπιση του Ν. 20/2011 και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση της ανήλικης κόρης της αιτούσας, η οποία κατά την έκδοση της απόφασης ήταν 16 ετών.[39] Επιπλέον, δεν είναι επιτρεπτή η αυτόματη εφαρμογή της προηγούμενης νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις καταγγελίες της αιτούσας σχετικά με συγκεκριμένα περιστατικά, όπως για παράδειγμα η αρχική επιμονή του πρώην συντρόφου της περί της διακοπής της εγκυμοσύνης της ή το γεγονός ότι το τέκνο έφερε τα επίθετα της μητέρας από τη στιγμή της γέννησης και για περισσότερο από 1 χρόνο, εφόσον δεν είχε αναγνωριστεί από τον πατέρα.[40]
Η Κυβέρνηση από την πλευρά της, απέρριψε τον ισχυρισμό περί της ύπαρξης διακρίσεων, με το σκεπτικό ότι η αιτούσα[41]. Ασφαλώς, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης, τόσο για την ανήλικη κόρη της η οποία φέρει το επίθετο του πατέρα της με τον οποίο συνδέεται μόνο βιολογικά, όσο και για τη μητέρα, η οποία υφίσταται καθημερινά ουκ ολίγες διακρίσεις, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας αλλαγής του επιθέτου του παιδιού της.[42]
Αξίζει να αναφερθεί, ότι το Δικαστήριο, σε σχέση με το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου, απεφάνθη ότι αυτή μπορεί να διασφαλιστεί με την τοποθέτηση πρώτα, είτε του επιθέτου του πατέρα, είτε αυτού αντίστοιχα της μητέρας.[43]
Τέλος, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι υφίσταται παραβίαση του αρ. 14 σε συνδυασμό με το αρ. 8 της Σύμβασης, καθιστώντας σαφές ότι η διακριτική μεταχείριση την οποία υπέστη η προσφεύγουσα, δεν δικαιολογούνταν σε καμία περίπτωση.[44] Όσον αφορά δε την παραβίαση του αρ. 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης βάσει του οποίου διασφαλίζεται η προστασία κατά διακρίσεων από οποιαδήποτε αρχή, όπως τα δικαστήρια και τα νομοθετικά όργανα[45], η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι η άρνηση αντιστροφής των επιθέτων της ανήλικης κόρης της, συνιστά διάκριση αντίθετη με το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχοντας καταλήξει σε πόρισμα σχετικά με τα αρ. 14 και 8 της Σύμβασης, δεν θεώρησε απαραίτητο να διερευνήσει ξεχωριστά εάν υπήρξε παράβαση του αρ. 1 του 12ου Πρωτοκόλλου. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε τελικώς εύλογο να επιδικάσει στην προσφεύγουσα το ποσό των 23.853,22 ευρώ συνολικά, ενώ σε αυτό θα προστεθεί και τυχόν οφειλόμενο ποσό ως φόρος.[46]
Συμπεράσματα
Κλείνοντας, στην παρούσα υπόθεση η προσφεύγουσα αναφέρθηκε σε διακριτική μεταχείριση η οποία αποτελεί παραβίαση των σχετικών άρθρων της ΕΣΔΑ. Παρά τις ενστάσεις της Ισπανικής Κυβέρνησης περί της βασιμότητας των ισχυρισμών της, το Δικαστήριο δικαίωσε την προσφεύγουσα, όπως συνέβη και στην υπόθεση UnalTekeliκατά Τουρκίας για την οποία επίσης έγινε λόγος στο παρόν άρθρο. Όπως είναι αναμενόμενο, τέτοιες αποφάσεις δικαιώνουν τις διαρκείς προσπάθειες περί εξάλειψης κάθε είδους διακρίσεων, οι οποίες παρά την ύπαρξη πολυάριθμων βαρυσήμαντων νομοθετημάτων, εξακολουθούν να υφίστανται και να γίνονται αντιληπτές καθημερινά.
Βιβλιογραφία
Σαρμάς Ι., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ. (2021) ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας.
Ηλεκτρονικές πηγές
CourEuropeenedeDroitsdel´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022)
European Court of Human Rights (2004) Unal Tekeli v. Turkey. 16 Νοεμβρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/002-4152.pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022)
Πηγή φωτογραφίας:https://osce.usmission.gov/on-the-echr-judgment-in-the-case-concerning-the-armed-conflict-between-georgia-and-the-russian-federation/alexei-navalny-4/
[1]Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. [2]Cour Europeene de Droits de l´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf(τελευταίαπρόσβαση 03/01/2022) [3]Οπ.π. [4]Οπ.π. [5]Οπ.π. [6]Οπ.π. [7]Οπ.π. [8]Οπ. π. [9]Οπ. π. [10]Οπ. π. [11]Οπ. π. [12]Οπ. π. [13]Οπ. π. [14]Οπ. π. [15]Οπ. π. [16]Να σημειωθεί ότι ο παρών νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 30 Απριλίου 2021. [17]Cour Europeene de Droits de l´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022) [18]European Court of Human Rights (2004) Unal Tekeli v. Turkey. 16 Νεομβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/002-4152.pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022) [19]Οπ. π. [20]Οπ. π. [21]Cour Europeene de Droits de l´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022) [22]Οπ. π. [23]Οπ. π. [24]Οπ. π. [25]Οπ. π. [26]Οπ. π. [27]Οπ. π. [28]Οπ. π. [29]Οπ. π. [30]Οπ. π. [31]Οπ. π. [32]Οπ. π. [33]Οπ. π. [34]Οπ. π. [35]Σαρμάς Ι., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ. (2021) ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 744. [36]Οπ. π., σελ. 721-722, 746. [37]Οπ. π., σελ. 507-508. [38]Cour Europeene de Droits de l´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022) [39]Οπ. π. [40]Οπ. π. [41]Οπ. π. [42]Οπ. π. [43]Οπ. π. [44]Οπ. π. [45]Σαρμάς Ι., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ. (2021) ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 766. [46]Cour Europeene de Droits de l´Homme (2021) Affaire Leon Madrid c. Espagne. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονικήδιεύθυνση: file:///C:/Users/user/Downloads/AFFAIRE%20LE%C3%93N%20MADRID%20c.%20ESPAGNE%20(1).pdf (τελευταία πρόσβαση 03/01/2022)