top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΆννα Φαφαλιού

Μαχόμενη ή ανεκτική δημοκρατία;

📝 Άρθρο της Άννας Φαφαλιού, απόφοιτης του Τμήματος Νομικής ΕΚΠΑ και ασκούμενης δικηγόρου


Εισαγωγή


Η δημοκρατία, η νοούμενη ως φιλελεύθερη δημοκρατία, φαίνεται να κινδυνεύει από τα ίδια τα εγγενή χαρακτηριστικά της, από τις αρχές που συνιστούν την βαθύτερη ουσία της, από τα στοιχεία εκείνα για τα οποία συχνά επιλέγεται ως το δικαιότερο πολίτευμα, ως «η χειρότερη μορφή πολιτεύματος, με εξαίρεση όλες τις άλλες μορφές που έχουν κατά καιρούς δοκιμασθεί[1]». Η ανεκτικότητα την οποία προτάσσει ως βασική αρχή- η προστασία, δηλαδή, των δικαιωμάτων των πολιτών της, ακόμα και όταν η χρήση τους αντίκειται στα δημοκρατικά ιδεώδη, ή μάλιστα έχει ως στόχο την κατάλυσή της ως πολίτευμα- αναδεικνύεται ως ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για την διατήρησή της. Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα εισήγηση είναι: Ποια πρέπει να είναι η θέση της δημοκρατίας, ενός ανεκτικού πολιτεύματος, απέναντι στους μη ανεκτικούς, απέναντι σε εκείνους που απολαμβάνουν μεν τα πλεονεκτήματα και την προστασία του πολιτικού συστήματος, είναι δε πρόθυμοι- δοθείσης της ευκαιρίας- να το καταλύσουν, μερικώς ή ολικώς; Το ερώτημα αυτό θα τοποθετηθεί σε μία ιστορική πραγματικότητα, αυτή της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας, ήτοι από το Σύνταγμα του 1975 και ως σήμερα. Πρόκειται, λοιπόν, για το ερώτημα «μαχόμενη ή ανεκτική δημοκρατία;». Με τον όρο «μαχόμενη», νοείται η δημοκρατία η οποία, δημιουργώντας και ενεργοποιώντας θεσμούς προληπτικής και κατασταλτικής φύσεως, εξασφαλίζει την ακεραιότητά της από φωνές στο εσωτερικό της που επιθυμούν μία πολιτειακή αλλαγή. Αντίθετα, σε μία ανεκτική δημοκρατία, δεν γίνεται χρήση επιθετικών μέτρων για τον περιορισμό όσων την εχθρεύονται. Μάλιστα, δίνεται η δυνατότητα, μέσω της λαϊκής κυριαρχίας, σε κάθε ιδεολογία να αναπτυχθεί. Μόνη εγγύηση αποτελεί το Σύνταγμα.


ΙΙ. Ο ανεκτικός χαρακτήρας του Συντάγματος του ‘75


Παρότι το γράμμα του δεν το δηλώνει ρητά, το πνεύμα του Συντάγματος του ’75 κατοχυρώνει τον ανεκτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Δεν υπάρχουν συνταγματικές διατάξεις που να περιορίζουν, υπό συνθήκες ομαλότητας, τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, της ελεύθερης έκφρασης, της ισότητας. Μάλιστα το Σύνταγμα είναι έτσι διαρθρωμένο ώστε να ενισχύει τον πολιτικό συναγωνισμό στα πλαίσια της πολιτειακής ανοχής του διαφορετικού. Πολλές διατάξεις του συνταγματικού κειμένου επιβεβαιώνουν τη κεντρική θέση της αρχής της ανεκτικότητας στο ελληνικό δημοκρατικό πολίτευμα.


Όλοι οι πολίτες της ελληνικής Δημοκρατίας είναι ίσοι μεταξύ τους και ενώπιον του νόμου. Η ψήφος του καθενός φέρει την ίδια βαρύτητα και πρέπει να γίνεται σεβαστή σε ίσο βαθμό. Η ψήφος αυτή προάγει την έννοια της Δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, ανεξαρτήτως του αν στον πυρήνα της στρέφεται κατά αυτών. Όταν ένας πολίτης «ρίχνει» στην κάλπη ένα «άκυρο», είναι επειδή η δημοκρατία του έδωσε το χώρο να το πράξει, να αποφασίσει πως προτιμά ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Σημειοτέον, οστόσο, ότι εντός των πλαισίων όχι τόσο «ανεκτικών» μοντέλων δεν θα δινόταν περιθόριο αμφισβήτησης, σε κάποια μάλιστα δεν υφίστανται ούτε ελεύθερες εκλογές. Εξάλλου, η κοινοβουλευτική αρχή, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα του πολιτεύματος και κατ’ επέκταση του Συντάγματος. Προκειμένου να μην νοθεύεται αυτή η αρχή και, επακολούθως, το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, πρέπει να εξασφαλίζεται η ίση και δίκαιη εκπροσώπηση όλων των πολιτών του κράτους. Η εκπροσώπηση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ελευθερία συνείδησης και γνώμης των βουλευτών, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται στο Κοινοβούλιο, μέσω αυτής, η λαϊκή βούληση[2]. Για τον ίδιο σκοπό, η ελευθερία συνείδησης και γνώμης που εμφανίζεται στους αντιπροσώπους πρέπει να συναντάται και στους αντιπροσωπευομένους· διαφορετικά θα αυτοαναιρείτο. Άλλωστε, ο τυχόν περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης θα μείωνε όχι μόνο την αξία της πολιτειακής τάξης, αλλά και την αξία του ίδιου του κοινωνού αυτής. Θα αποτύγχανε τότε η Πολιτεία απέναντι τόσο στους πολίτες, όσο και στον ίδιο της τον εαυτό.


ΙΙΙ. Κατ’ άρθρον ανάλυση


Άρθρο 29§1: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»


Αντικείμενο του δικαιώματος της πολιτικής ένωσης είναι η οργάνωση των πολιτών με σκοπό την άρθρωση της λαϊκής κυριαρχίας. Κατοχυρώνοντας το δικαίωμα αυτό ως συνταγματικό θεσμό ανταποκρίνεται ακριβώς το ελληνικό Σύνταγμα στις επιταγές της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία μπορεί να εκφραστεί πραγματικά μόνο μέσα από την ύπαρξη κομμάτων και δη, ποικίλων. Όσο πιο ευρύ είναι το φάσμα των ιδεολογιών και των απόψεων που καλύπτουν τα πολιτικά κόμματα, όσα περισσότερα κόμματα παρουσιάζονται στην πολιτική σκηνή, τόσο εναργέστερα και πιο αντιπροσωπευτικά εκφράζεται η λαϊκή γνώμη και πραγματώνεται η ουσία της λαϊκής κυριαρχίας. Ο περιορισμός αυτής, αντίστοιχα, πλήττει και περιορίζει την εξουσία του Λαού.


Μέσα στο κλίμα απενοχοποίησης του ιδεολογικού πλουραλισμού που διαμορφώθηκε κατά την Μεταπολίτευση, θεμελιώνεται, ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος, η αρχή του πολυκομματισμού. Η δημοκρατική ρήτρα της θέσης των κομμάτων στην υπηρεσία του πολιτεύματος δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα αλλά, κατά βάση ή αποκλειστικά, «πολιτικοπαιδαγωγική αξία», κατά την διατύπωση του Χ. Ανθόπουλου. Στόχος, άλλωστε, της δημοκρατίας είναι οι κοινωνοί της να μην δεσμεύονται από ένα κανονιστικό πλαίσιο παρά μόνο από τις ελευθερίες που η ίδια τους παραχωρεί. Η δημοκρατία δεν επιθυμεί επιβεβλημένους συμμάχους.


Άρθρο 1: «§2: Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.

§3: Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».


Άρθρο 52: «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής».


Η Δημοκρατία, ως πολίτευμα, θέτει, ενώπιον των πολιτών, τον εαυτό της με όλες τις ανεπάρκειές της, ρωτώντας τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, αν και κατά πόσο τους ικανοποιεί. Όποτε ο λαός εκφράζεται κατά αυτής, όταν στρέφεται και υποστηρίζει με την ψήφο του θεωρίες, πρακτικές ή απόψεις που την αναιρούν, διαφαίνεται η απογοήτευσή του ως προς τον τρόπο διακυβέρνησης και λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το να παραβλέπεται αυτή η απογοήτευση χωρίς να αναζητούνται τα βαθύτερα αίτιά της, ενώ, ταυτόχρονα, λαμβάνονται μέτρα επιφανειακά που δεν στοχεύουν στην λύση του προβλήματος παρά στην προσωρινή αποφυγή μερικών εκφάνσεών του, είναι που θίγει περαιτέρω τη δημοκρατία και ενσταλάζει στους απογοητευμένους το αίσθημα περιφρόνησης προς το πολιτικό σύστημα που τους διακατέχει.


Η λαϊκή κυριαρχία εμφανίζει κατά αυτόν τον τρόπο διττό πρόσωπο: αφενός από εκείνη πηγάζει η Δημοκρατία και από εκείνη προκύπτει η δυναμική της, αφετέρου αυτή μπορεί να λάβει αποφάσεις που να οδηγούν στην κατάρρευση του δημοκρατικού πολιτεύματος


Άρθρο 14: «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους.»


Άρθρο 60§1: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.»


Άρθρο 61 §1: «Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

§2: Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής.»


Η Δημοκρατία ταυτίζεται με την ελευθερία της σκέψεως, της διατυπώσεως των στοχασμών, της πολιτικής κινήσεως. Η δυνατότητα κάθε πολίτης να εκφράζεται ελεύθερα και να εκφέρει τη γνώμη του δημοσίως αποτελεί θεμελιώδη αξίωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που σέβεται την αυτονομία του ανθρώπου και επιθυμεί να προωθήσει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται όταν οι σκέψεις του ατόμου αποκλίνουν από την πλειοψηφούσα αφήγηση και ιδεολογία. Πολύ περισσότερο, ακριβώς οι αποκλίνουσες απόψεις είναι αυτές που δοκιμάζουν την ορθότητα του status quo, με αποτέλεσμα αυτό είτε να επιβεβαιώνεται και να αναδύεται ισχυρότερο, είτε να καταρρέει ως αποδεδειγμένα εσφαλμένο. Για τον ίδιο στόχο, δεν μπορούν να τεθούν εμπόδια στον σχηματισμό πολιτικών ενώσεων, όποια πολιτική ιδεολογία ή επιστημονική θεωρία κι αν πρεσβεύουν. Ο πλουραλιστικός πολιτικός διάλογος είναι ο μόνος ικανός να αναδείξει τον καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης και ρύθμισης της πολιτικοκοινωνικής ζωής. Γι’αυτό πρέπει να απορρίπτονται περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και επουδενί να ποινικοποιείται το φρόνημα.


Άρθρο 4§1: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»


Μία ψήφος, ανεξαρτήτως της πολιτικής πτέρυγας στην οποία τοποθετείται, πρέπει να γίνεται σεβαστή ως έχει. Η αρχή της ισότητας προωθεί, κατά αυτόν τον τρόπο, τον δημόσιο διάλογο και τον κοινοβουλευτισμό, μέσω των οποίων ανευρίσκεται η καλύτερη δυνατή λύση στο εκάστοτε ζήτημα.


Δεν πρέπει να λησμονείται πως η δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική: ως εκ τούτου οφείλει να δίνει ίσες ευκαιρίες στην αντιπροσώπευση ιδεών.


Άρθρο 2§1: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»


Ο άνθρωπος, ως, κατ’ εξοχήν «ζώον πολιτικόν», φέρει την ανάγκη να συμμετέχει στην ζωή της Πολιτείας και να λαμβάνει αποφάσεις για το μέλλον και το παρόν της. Στερούμενος της δυνατότητας αυτής, απομακρύνεται από τον αριστοτελικό σκοπό του, από την «τέλεια» φύση του, και εκμαυλίζεται.


Ένα πολίτευμα που δεν επιτρέπει- μερικώς ή ολικώς- την ελεύθερη λαϊκή έκφραση, δεν σέβεται την αξία του ανθρώπου· αντίθετα, υποβιβάζει το άτομο, καθώς το αντιμετωπίζει σαν άλογο ον, ανίκανο να λάβει το ίδιο σημαντικές αποφάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το καθιστά, σταδιακά, μία ετερόνομη ύπαρξη που δεν έχει την ικανότητα αυτόνομης κρίσης και χειραγωγείται εύκολα. Διακρίνονται, έτσι, δύο βαθμίδες: οι κυβερνώντες και οι κυβερνώμενοι. Γι΄αυτό, η έννοια του μαχόμενου δεν συνάδει με την έννοια της δημοκρατίας αλλά με απολυταρχικά καθεστώτα. Η δημοκρατία είναι παιδαγωγικό πολίτευμα και επιδιώκει την ενίσχυση της πολιτικής συνείδησης των πολιτών της· στον αντίποδα, ο ολοκληρωτισμός επιζητεί και τρέφεται από την πολιτική αδιαφορία. Είναι η διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης που θα καταστήσει τελικά τους πολίτες ουσιαστικούς οπαδούς του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Η Ελληνική επικαιρότητα


Όπως προαναφέρθηκε, το Σύνταγμα κλίνει, χωρίς να λαμβάνει ρητή θέση, υπέρ του ανεκτικού χαρακτήρα της ελληνικής δημοκρατίας. Η ανεκτικότητα αυτή δεν είναι, παρόλα αυτά, δείγμα παθητικότητας. Η δημοκρατική ρήτρα λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας για την προστασία του πολιτεύματος μεν, χωρίς να φιμώνει κάποια άποψη δε. Αυτό αποτυπώνεται πρακτικά στις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για την ίδρυση πολιτικού κόμματος. Συγκεκριμένα, προϋπόθεση για τη δημιουργία κόμματος είναι η κατάθεση ιδρυτικής δήλωσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΑΠ) με την οποία αναλαμβάνεται η δέσμευση της εξασφάλισης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος με την εσωτερική οργάνωση και την εξωτερική δράση του υπό ίδρυσιν κόμματος.


Πρόβλημα ανακύπτει όταν ένα πολιτικό κόμμα φαινομενικά τηρεί τα εχέγγυα της μη θραύσης του συνταγματικού πλαισίου, τόσο με τον «λευκό», «καθαρό» καταστατικό χάρτη και με τη νομότυπη ιδρυτική δήλωσή του όσο και με τη στάση του εντός του κοινοβουλίου, παρουσιάζει, όμως, τελείως διαφορετική στάση εκτός αυτού. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του πολιτικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, ανέκυψε το εξής οξύμωρο: τα μέλη της κοινοβουλευτικής της ομάδας παρουσιάστηκαν ως έχοντα δύο ιδιότητες, αυτή του βουλευτή και αυτή του στελέχους εγκληματικής οργάνωσης.Ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ίδια η Χρυσή Αυγή διώχθηκε και καταδικάσθηκε για την εγκληματική της δράση, παράλληλη σε αυτή του πολιτικού κόμματος Η δίκη της Χρυσής Αυγής ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2020, με την αναγνώρισή της ως εγκληματικής οργάνωσης, βάσει του άρθρου 187 του Π.Κ[3].

Η κατάσταση αυτή θέτει στον νομικό κόσμο τα ακόλουθα ερωτήματα: Τι συμβαίνει αν ένα πολιτικό κόμμα έχει διφυή δράση και υπόσταση: αφενός το χαρακτήρα κόμματος και αφετέρου την οργάνωση και τη δράση εγκληματικής οργάνωσης; (Σημειωτέον ότι η ιδρυτική δήλωση της Χρυσής Αυγής στον ΑΠ είχε εγκριθεί και δεν είχε γίνει καμία ανάκλησή της), ως να εκκινήσει η δίκη της. «Νομιμοποιείται» η Βουλή να καταδικάσει ενέργειες και πρόσωπα που δρουν μέσω αυτής αλλά εναντίον αυτής, εναντίον άλλων ανθρώπων ή και του ίδιου του πολιτεύματος,παραπέμποντάς τα στην κοινή δικαιοσύνη; Τα πρόσωπα αυτά θα διωχθούν ως ιδιώτες ή ως δημόσια πρόσωπα, και δη ως βουλευτές, με τις ασυλίες και τις προνομίες που συνοδεύουν τη βουλευτική ιδιότητα; Από ποιο σημείο και μετά οι αντιδημοκρατικές ιδέες μπορούν να διωχθούν σύμφωνα με τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) περί εσχάτης προδοσίας και προπαρασκευαστικών της ενεργειών[4]; Η δημοκρατία είναι πράγματι το κατεξοχήν ανεκτικό πολίτευμα ή δικαιούται να μάχεται έναντι των εχθρών της; Και αν ναι, με τι μέσα;


Ακαταδίωκτο των βουλευτών:


Το Σύνταγμα προστατεύει, με το άρθρο 62, τους βουλευτές, θωρακίζοντας την δράση τους και κατ’ επέκταση το δημόσιο λειτούργημα που επιτελούν. Η διάταξη αυτή θεσπίζει το απόλυτο ακαταδίωκτο των βουλευτών για όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, με μόνη εξαίρεση τα αυτόφωρα εγκλήματα. Ποινική δίωξη πραγματοποιείται μόνο ύστερα από άδεια της Βουλής. Παράλληλα ισχύει τεκμήριο περί μη χορήγησης της προαναφερθείσας άδειας, εφόσον το Κοινοβούλιο δεν αποφανθεί επί της αίτησης του εισαγγελέα εντός τριμήνου από την υποβολή της[5].


Η προστασία που παρέχεται συνταγματικά στους βουλευτές δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [6], καθώς, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον αυτοί δεν θίγουν την ουσία και τον πυρήνα του. Οι καλυπτόμενες από την βουλευτική ασυλία πράξεις πρέπει, όμως, να σχετίζονται με την εν στενή εννοία άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων, διαφορετικά η αδυναμία δίωξης του βουλευτή είναι αντίθετη στο δίκαιο που θεσπίζει η ΕΣΔΑ[7]. Εφόσον δεν διαπιστωθεί στενή σχέση ανάμεσα στις αποδιδόμενες στο βουλευτή ποινικώς ελέγξιμες πράξεις και την κοινοβουλευτική του δραστηριότητα, πρέπει να γίνει μία ιδιαίτερα συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας μεταξύ χρησιμοποιούμενου μέσου και επιδιωκόμενου σκοπού, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη προέρχεται από αμιγώς πολιτικό όργανο, το Κοινοβούλιο[8]. Εξάλλου, η έλλειψη περιορισμών στην ανανέωση της βουλευτικής θητείας και η διαρκής δυνατότητα επανεκλογής δύνανται να καταστήσουν οριστικώς αδύνατη τη δίωξη.


Τίθεται επομένως το ζήτημα κατά πόσο προάγεται η δημοκρατία όταν εξασφαλίζεται η προστασία των εκλεχθέντων εκ του Λαού πολιτικών μέχρις εσχάτων ή, αντίθετα, κατά πόσο διαβρώνεται η ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου όταν βουλευτές σύρονται από τα έδρανα της Βουλής στο εδώλιο πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου. Θίγονται οι αρχές της δικαστικής προστασίας, της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και της ισότητας απέναντι στον νόμο όταν τίθενται ανυπέρβλητα εμπόδια αφενός στην πρόσβαση των πολιτών στα δικαστήρια, αφετέρου στη δικαστική δίωξη βουλευτών. Ταυτόχρονα, παρεμποδίζεται το κοινοβουλευτικό λειτούργημα όταν είναι έρμαιο παραβιάσεων της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.


ΙΙΙ. Προσπάθειες έμμεσης προστασίας του πολιτεύματος


Η θέση - επιλογή που έλαβε η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή κατά της μαχόμενης και υπέρ της ανεκτικής δημοκρατίας δοκιμάζεται στο σήμερα Η λειτουργία ενός κόμματος- εγκληματικής οργάνωσης, αναμφισβήτητα, αποτελεί ίσως την πιο καίρια απειλή για το ανεκτικό δημοκρατικό πολίτευμα. Ο ΠΚ δίνει μία πρώτη λύση μέσω των άρθρων 134-137, 187,187Α. Σε αυτά τα άρθρα κολάζονται ποινικά οι εχθροί του πολιτεύματος, αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυσή του ως «προδότες της Πατρίδας» και τα μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Σε πρώτο στάδιο, φαίνεται να είναι αρκετή η υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ΠΚ. Είναι μεν βαρύτατος ο ποινικός κολασμός αλλά εμφανίζεται ως η μόνη λύση όταν κάποιος βουλευτής απεμπολήσει τα ιδεώδη της βουλευτικής του ιδιότητας και περιπέσει στο επίπεδο κολάσιμων από τον ποινικό κώδικα πράξεων..


Υπάρχουν, όμως, φωνές που ισχυρίζονται ότι η ποινική πρόβλεψη δεν επαρκεί· αντίθετα, προκρίνουν την θέσπιση νομοθετικής διάταξης, βασιζόμενης στο άρθρο 29§1 Σ, που θα επιτρέπει τη δυνατότητα δικαστικής διάλυσης αντιδημοκρατικών κομμάτων. Αυτές οι φωνές δεν θεωρούν πως αντίκειται το μέτρο αυτό στο φιλελεύθερο πολίτευμα, όπως εκφράζεται στο Σύνταγμα. Εκπρόσωπος της ιδέας αυτής είναι ο καθηγητής κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος, ο οποίος διαβλέπει στη δημοκρατική ρήτρα την δυνατότητα εισαγωγής συνταγματικώς θεμιτού περιορισμού του δικαιώματος πολιτικής ένωσης, συνοδευόμενου με κυρώσεις.


Μία νομοθετική προσπάθεια έμμεσης διευθέτησης του ζητήματος υπάρχει στο άρθρο 7Α§1 του ν.3023/2002 (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 23 στο ν. 4203/2013[9]) . Εκεί ορίζεται ότι όταν ασκηθεί ποινική δίωξη και επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε βάρος Αρχηγού ή του Προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση πολιτικού κόμματος ή περισσότερων από το ένα πέμπτο είτε των βουλευτών είτε των ευρωβουλευτών είτε των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης για τα εγκλήματα της συγκρότησης και της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ), καθώς επίσης της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων (άρθρο 187Α) και οι πράξεις τελούνται στο πλαίσιο δράσης του κόμματος ή στο όνομά του, επιβάλλεται η αναστολή στην καταβολή της κρατικής χρηματοδότησης, τακτικής, εκλογικής, και της οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς. Επί της αναστολής αποφαίνεται ονομαστικώς η Ολομέλεια της Βουλής με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ενώ η άρση της διατάσσεται ύστερα από αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή όμοια αθωωτική απόφαση.


Τη νομολογία έχει απασχολήσει μόνο η περίπτωση της αναστολής στην κρατική χρηματοδότηση του κόμματος της Χρυσής Αυγής. Στο αιτιολογικό της απόφασης της Ολομέλειας 518/2015, επιχειρηματολογείται, στο πλαίσιο ενός ερμηνευτικού συγκερασμού των §§1,2 του 29 Σ, πως η προστασία των πολιτικών κομμάτων δεν είναι απροϋπόθετη: είναι δυνατό να τίθενται νομοθετικοί περιορισμοί στο δικαίωμα της πολιτικής συσσωμάτωσης.


Εν είδει επιλόγου:


Το εκκωφαντικό αποτέλεσμα των εσωτερικών κοινωνικών διεργασιών 35 μεταπολιτευτικών χρόνων ήρθε με τη δεκαετία του 2010 να φέρνει στην ελληνική Βουλή (το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής με την υποστήριξη του 10% περίπου των Ελλήνων πολιτών). Πλησιάζοντας στα μέσα του 2020, βλέπουμε τον εξτρεμισμό και το άρρηκτα συνδεδεμένο επακόλουθό του, τη βία, να αποτελούν τον κανόνα, με κάποια ψήγματα ψύχραιμου και ορθολογικού δημοσίου διαλόγου να είναι η εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει. Έτσι συνίσταται πρόσφορο έδαφος για επιτήδειους μεσσίες. Ακραίες ιδεολογίες, που εύκολα μετατρέπονται σε ιδεοληψίες, βρίσκουν χαραμάδες και εγκαθίστανται - ή επανεγκαθίστανται - στη συλλογική λαϊκή συνείδηση. Το όραμα ενός ικανού ηγέτη έχει διαστρεβλωθεί. Πραγματική είναι η ανάγκη μόνον εκείνου του ηγέτη που, εισερχόμενος μπαίνοντας στο δωμάτιο της εξουσίας, δεν θα κλείσει την πόρτα πίσω του.


Δίνεται η εντύπωση από τα παραπάνω – μία εντύπωση που ενισχύεται από την κυρίαρχη αντίληψη της ανεκτικότητας, είτε αυτή αφορά στη μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος, είτε στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής ζωής- πως η ανεκτικότητα είναι μία έννοια με εγγενές το στοιχείο της παθητικότητας, της μη αντίδρασης σε καθετί που αντιτίθεται ή θίγει απόψεις, ήθη και έθιμα, τη δομή της κοινωνίας, το πολίτευμα. Στην πραγματικότητα, η ανεκτικότητα χαρακτηρίζεται και πρέπει να προσλαμβάνεται ως μία πραγματικότητα αλλά και συνάμα διαδικασία κατεξοχήν ενεργητική. Σε μία ανεκτική κοινωνία, επαφίεται στο κάθε άτομο ξεχωριστά η κρίση επί όσων το περιβάλλουν. Δεν επιλέγει για το κάθε άτομο ένας εξωτερικός παράγοντας- η Βουλή, η εκτελεστική εξουσία, το Δικαστήριο- τι είναι σωστό και λάθος, ευεργετικό για την κοινωνία ή καταστροφικό, δίκαιο ή άδικο, προοδευτικό ή συντηρητικό. Αντίθετα, το ίδιο το άτομο, εξασκώντας καθημερινά τον ορθό λόγο, αποκλείει ή αποδέχεται αποκλίνουσες από την κυρίαρχη απόψεις, αντιστέκεται ή τελικά ενστερνίζεται ιδεολογίες που προτάσσουν κάτι διαφορετικό από το ήδη υπάρχον. Έτσι ενισχύεται η άμυνα της κοινωνίας κατά του ολοκληρωτισμού: οι πολίτες δεν καθίστανται έρμαια των πολιτικών επιλογών, ούτε τυφλοί οπαδοί πολιτικών ιδεολογιών. Χρησιμοποιώντας την ορολογία της Hannah Arendt, ο ολοκληρωτισμός ακμάζει εκεί όπου επικρατεί η έλλειψη κριτικής σκέψης («thoughtlessness”) Μόνος δρόμος προς την ουσιαστική Δημοκρατία είναι ο σεβασμός και η ενίσχυση της αυτόνομης βούλησης. Παρουσιάζεται, σαν μέτρο, απλοϊκό, μη δραστικό, αναποτελεσματικό σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης· παρόλα αυτά, είναι πράγματι η εμφύσηση του ορθού λόγου από την Πολιτεία στους πολίτες που θα επιτρέψει την ανάδειξη μίας ουσιαστικής Δημοκρατίας, μίας Δημοκρατίας που δε θα απειλείται από τους μη ανεκτικούς γιατί θα τους αποβάλλει φυσικά, μίας Δημοκρατίας που δεν θα καταφεύγει σε αντιδημοκρατικά μέτρα προκειμένου να διατηρηθεί εν ζωή αλλά που η ίδια η δημοκρατική της φύση θα την συντηρεί.


Άννα Φαφαλιού

Ασκούμενη δικηγόρος

Μέλος της ομάδας αρθρογραφίας του Justin Case


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]W. Churchill σε λόγο στην Βουλή των Κοινοτήτων την 11η Νοεμβρίου 1947. “No one pretends that democracy is perfect or all-wise. Indeed, it has been said that democracy is the worst form of Government except all those other forms that have been tried from time to time; but there is the broad feeling in our country that the people should rule, continuously rule, and that public opinion, expressed by all constitutional means, should shape, guide, and control the actions of Ministers who are their servants and not their masters.” https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1947/nov/11/parliament-bill#S5CV0444P0_19471111_HOC_292 (τελευταία επίσκεψη: 01/12/2018)

[2] Άρθρο 60 παρ. 1 Σ.

[3] Πρόσθετοι λογοι αναιρέσεων κατά τον ΚΠΔ Άρθρο 187 Π.Κ.: «1. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 279 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή), 322Α και 322 Β (αναγκαστική εξαφάνιση προσώπου), 323 (εμπόριο δούλων), 323A (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), 348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής), 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία), στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 87 και στο άρθρο 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α'), όταν οι πράξεις αυτές (διευκόλυνση της παράνομης εισόδου ή εξόδου ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών) τελούνται από κερδοσκοπία, όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στην νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες, καθώς και περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς καθώς και τη νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και περισσότερων εγκλημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη διάταξη του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999, όπως ισχύει, όπως επίσης και περισσοτέρων εγκλημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται στο άρθρο 128Θ του ν. 2725/1999. Για τα εγκλήματα του άρθρου αυτού η ιδιότητα του ιατρού, προπονητή ή φυσιοθεραπευτή αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος της πράξεως του πρώτου εδαφίου, αν η εγκληματική οργάνωση επιδιώκει την τέλεση περισσότερων αξιόποινων πράξεων σχετικά με την αποφυγή καταβολής νόμιμου φόρου, τέλους, δασμού ή άλλης επιβαρύνσεως κατά την αγορά, πώληση, παραλαβή, παράδοση, μεταφορά, διαμετακόμιση, εμπορία, κατοχή, αποθήκευση, εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορεύματος ή και προϊόντος απομίμησης, παραποίησης ή πειρατείας. 2. Όποιος παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες ή υλικά μέσα, με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει οργάνωση της προηγούμενης παραγράφου για τη διάπραξη των επιδιωκόμενων από αυτή κακουργημάτων, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 3. Όποιος διευθύνει την οργάνωση της πρώτης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται το μέλος της οργάνωσης αν κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος του δευτέρου εδαφίου της πρώτης παραγράφου ήταν δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος υπό την έννοια του άρθρου 263α. (…) 5. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. (…)

[4] Άρθρο 134 Π.Κ.: «1. Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης: Α) όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα· Β) όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας: α) να παρεμποδίσει κάποιoν απ' αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β) να μεταβάλλει το πολίτευμα του Κράτους. 2. Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού· β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή· γ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέβαλε με τους τρόπους και με τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό. 3. Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη.»

[5]Άρθρο 62 Σ: «1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος o βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλα τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Boυλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Boυλής. H άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Boυλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Boυλής. H τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Boυλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.

[6] §1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.[…]» [7] Υπόθεση Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος, προσφυγή 11801/04

[8] Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδος, προσφυγή 24895/07

[9]§1.Σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος στο οποίο ανήκουν ή στο όνομα αυτού. §2. Σε περίπτωση εκδόσεως αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, αίρεται αναδρομικά η κατά τα ανωτέρω αναστολή και καταβάλλονται άτοκα στον δικαιούχο τα παρακρατηθέντα ποσά. §3.Σε εφαρμογή της, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, απόφασης της Βουλής περί αναστολήςκάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης, καθώς και στην περίπτωση της κατά την παράγραφο 2 άρσης αυτής, εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ενημερώνει σχετικώς τους συναρμόδιους Υπουργούς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


· Αλιβιζάτος, Νίκος, «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική ιστορία, 1800-2010», Αθήνα: εκδ. ΠΟΛΙΣ (2011).

· Ανθόπουλος, Χαράλαμπος, «Χρυσή Αυγή και τήρηση του Συντάγματος», άρθρο στην εφημερίδα Έθνος (Φεβρουάριος 2010),

· Βανδώρος, Σωτήρης, «Η Ελληνική Δημοκρατία αντιμέτωπη με τον εξτρεμισμό. Από αδρανής και αμήχανη, μαχόμενη;», άρθρο στο http://www.academia.edu(2013),

· Βλαχόπουλος, Σπυρίδων, «Θεμελιώδη Δικαιώματα: ατομικά κοινωνικά πολιτικά δικαιώματα»: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη (2017)

· Θεοδοσιάδης, Μιχάλης, «Ο Frank Furedi για την υποτίμηση της ανεκτικότητας», 11/01/2018

· Κασιμάτης, Στέφανος (16/09/2012), «Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», άρθρο στο http://www.kathimerini.gr

· Μανιτάκης, Αντώνης, «Βουλευτική ασυλία και δικαστική ευθύνη», άρθρο στο http://tovima.gr(Οκτώβριος 2013),

· Μαυριάς, Κώστας, «Σκιαγράφηση του ιστορικού και του σύγχρονου περιεχομένου της έννοιας ανοχή», άρθρο στον Τόμο τιμητικό Πέτρου Ι. Παραρά: «Το Δημόσιο Δίκαιο σε εξέλιξη», Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2012).

· Μπέης, Ε., Κώστας, «Σ 29 §1.- Η δικαιική ρύθμιση της ίδρυσης και της λειτουργίας κομμάτων και το ανεπίτρεπτο της αναγκαστικής διάλυσης πολιτικού κόμματος διαμέσου νόμου ή δικαστικής απόφασης», Περιοδικό Δίκη, Αύγουστος- Σεπτέμβριος 2009,

· Παντελής, Αντώνης Μ., «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου», Αθήνα: εκδ. Λιβάνη (2018).

· Παπακωνσταντίνου, Απόστολος, «Τα θεμελιώδη δικαιώματα στο σύγχρονο πεδίο έντασης ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια», άρθρο στον Τόμο τιμητικό Πέτρου Ι. Παραρά: «Το Δημόσιο Δίκαιο σε εξέλιξη», Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2012).

· Παραράς, Ιωάννης Π., «Το δημόσιο δίκαι σε εξέλιξη», Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2012).

· Σπυρόπουλος, Φίλιππος, «Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο», Αθήνα: εκδ. Σάκκουλα

· "Σωτηρέλης, Γιώργος Χ. «Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της», άρθρο στο http://www.constitutionalism.gr (2014)

«[Ναι] η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν…», άρθρο στο http://www.tanea.gr (Ιανουάριος 2014),"

• «Frank Furedi - Hannah Arendt Lecture 2012: «Τrue Tolerance. Tolerate the intolerable», https://www.youtube.com/watch?v=jZO5B_zu_Tc

• Roberts, Miller, Patricia, “Demagogeury and Democracy”, publisher: The experiment (2017).


137 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Post: Blog2_Post
bottom of page