Just in Case
Ο βιασμός υπό το πρίσμα του παλαιού και του νέου Ποινικού Κώδικα (ΠΚ 336)
Νικητήριο κείμενο του διαγωνισμού νομικής έρευνας του Απριλίου,
εργασία της Παναγιώτας Σταματοπούλου, προπτυχιακής φοιτήτριας Νομικής ΕΚΠΑ
Εισαγωγή
Το έγκλημα του βιασμού είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, το οποίο εντοπίζεται στην συντριπτική πλειοψηφία των κρατών παγκοσμίως. Στην ποινική επιστήμη το έγκλημα του βιασμού προσεγγίζεται δογματικά, ο νομοθέτης ορίζει εκ των προτέρων ποια στοιχεία συγκροτούν την ειδική υπόσταση του αδικήματος. Σκοπός είναι η διασφάλιση του κύρους των ποινικών κανόνων καθώς και της εμπιστοσύνης των πολιτών στο ποινικό σύστημα, αφού η δικαιοσύνη διέπεται από σταθερότητα και προβλεψιμότητα[1].
Πιο συγκεκριμένα, σήμερα το έγκλημα του βιασμού εντοπίζεται στο άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα[2], το οποίο υπάγεται στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, κρίνεται σκόπιμη μία ιστορική αναδρομή αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού, καθώς μέσω της ποινικής του στοιχειοθέτησης αντικατοπτρίζονται και οι εκάστοτε επικρατούσες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το γεγονός πως αρχικά ο βιασμός περιλαμβανόταν στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, καθώς η γυναίκα αντιμετωπιζόταν ως ιδιοκτησία ενός άνδρα, παραβλέποντας εντελώς τον ρόλο της ως θύμα του εγκλήματος[3]. Κατά το έτος 1951, επήλθαν αλλαγές στο έγκλημα του βιασμού, το οποίο συγκαταλεγόταν πλέον στα εγκλήματα κατά των ηθών και ως θύμα αναγνωριζόταν αποκλειστικά το γυναικείο φύλο, όταν εξαναγκαζόταν σε συνουσία εκτός γάμου. Ορόσημο για την ποινική μεταχείριση του βιασμού αποτελεί ο ν.1419/1984, όπου πλέον προστατευόμενο αγαθό καθίσταται η γενετήσια ελευθερία του ατόμου, ενώ καθιερώνεται παράλληλα και αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση όχι μόνο του σκοτεινού αριθμού, δηλαδή των υποθέσεων που δεν γνωστοποιούνται ποτέ ενώπιον των αρχών, αλλά και του στιγματισμού του γυναικείου φύλου[4]. Πρόσφατες αλλαγές, ακόμα, επήλθαν με τους νόμους 3064/2002 και 3500/2006, όπου καθιερώνεται αντίστοιχα διαφορετικό ποινικό πλαίσιο για τον θανατηφόρο βιασμό και το έγκλημα του βιασμού από σύζυγο.
Τέλος, σημείο αναφοράς αποτελεί η «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης», σκοπός της οποίας είναι η καθιέρωση λεπτομερέστερων κριτηρίων σε ό, τι αφορά στην πρόληψη της βίας με φυλετικά κριτήρια, την προστασία των ατόμων που πλήττονται από αυτή, όπως επίσης και την καταδίκη των δραστών. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 36[5] τονίζεται πως για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αρκεί η απουσία συναίνεσης του θύματος για οποιαδήποτε πράξη διεισδυτικού χαρακτήρα, ενώ ορίζεται πως η συναίνεση πρέπει να είναι εκούσια. Στο άρθρο 43 ορίζεται πως δεν απαιτείται η ύπαρξη ορισμένης προηγούμενης σχέσης μεταξύ του δράστη και του θύματος προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 46 προβλέπονται πλέον και επιβαρυντικές περιστάσεις. Επιπλέον, στο άρθρο 56 καθιερώνεται η αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος και, τέλος, στο άρθρο 48 καθιερώνεται η δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων ως ο μοναδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από εγκλήματα όπως εκείνου του βιασμού, αποκλείοντας κατά τον τρόπο αυτό εναλλακτικές μορφές επίλυσης.
Συμπερασματικά, διακρίνονται 4 περιπτώσεις τέλεσης βιασμού: πρώτον, ο εξαναγκασμός άλλου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, δεύτερον ο ομαδικός βιασμός, τρίτον ο θανατηφόρος βιασμός και, τέλος, η επιχείρηση γενετήσιας πράξης χωρίς τη συναίνεση του παθόντος. Παρατηρείται, κατά συνέπεια, πως ο νέος ΠΚ εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού, αφού πλέον η απουσία συναίνεσης συνιστά από μόνη της μία από τις περιπτώσεις στοιχειοθέτησης του εν λόγω εγκλήματος. Οι ουσιώδεις αυτές αλλαγές που επήλθαν αποτελούν γόνιμο έδαφος για περαιτέρω προστασία του θύματος, καθώς δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο αυτό αντιδρά μέσω της παραχώρησης ή μη της συναίνεσής του, γεγονός το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο αντικειμενικά και λαμβάνοντας υπόψιν την πληθώρα αποδεικτικών μέσων, απαραίτητων για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας της εκάστοτε υποθέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 336 ΠΚ βάσει του ν. 1419/1984
Το έγκλημα του βιασμού υπάγεται στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κρατούσα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία προστατευόμενο έννομο αγαθό ήταν τα ήθη, με τον ν.1419/1984 πλέον ως προστατευόμενο έννομο αγαθό κατοχυρώνεται η γενετήσια ελευθερία του ατόμου, ως ειδικότερη έκφανση της προσωπικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας του[6]. Πρόκειται για τη γενετήσια ελευθερία εν ευρεία εννοία, δηλαδή για το δικαίωμα του εκάστοτε ατόμου να αυτοπροσδιορίζει ελεύθερα τη γενετήσια ζωή του[7]. Στο άρθρο 336 ΠΚ κατοχυρώνεται η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου υπό μία στενότερη έννοια. Πρόκειται για ένα ατομικό δικαίωμα του ανθρώπου να καθορίζει ελεύθερα τη σύναψη οποιασδήποτε μορφής γενετήσιας σχέσης με άλλο άτομο χωρίς εξαναγκασμούς[8]. Το εν λόγω έννομο αγαθό προστατεύεται και σε συνταγματικό επίπεδο ως εξειδικευμένη μορφή τόσο της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας[9], όσο και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας[10].
Το άρθρο 336 αναφέρει τα εξής:«1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών». Διαφαίνεται, λοιπόν, πως το έγκλημα του βιασμού είναι αφενός πολύτροπο, αφού η αντικειμενική του υπόσταση δύναται να πραγματωθεί διαζευκτικά με περισσότερες από μία πράξεις, δηλαδή την παράνομη βία (εξαναγκασμός με βία ή απειλή) και την συνουσία ή άλλες αντίστοιχες ασελγείς πράξεις και αφετέρου υπαλλακτικά μικτό, αφού η αντικειμενική του υπόσταση πληρούται με δύο τρόπους, αλλά στοιχειοθετεί ένα και μόνο έγκλημα[11]. Έτσι, η ειδική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται είτε με τη χρήση σωματικής βίας, είτε με τη χρήση απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου είτε με την ταυτόχρονη χρήση των προαναφερθέντων τρόπων στα πλαίσια της ίδιας εγκληματικής δράσης.
Ως εξαναγκασμός του θύματος ορίζεται η υποχρέωσή του σε μία πράξη, παράλειψη ή ανοχή είτε ενάντια είτε χωρίς τη βούλησή του[12]. Πρόκειται, στην ουσία για την κάμψη της βούλησης του θύματος, η οποία είναι αντίθετη στη βούληση του δράστη, χρησιμοποιώντας ως αποκλειστικό μέσο είτε τη σωματική βία είτε την απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου. Για τη διαπίστωσή του δεν προϋποτίθεται η ενεργός αντίσταση του θύματος, αλλά αρκεί η χρήση των προαναφερθέντων μέσων κατά τη συνουσία, καθώς και η εξωτερίκευση της αντίθετης βούλησης του θύματος που έχει ήδη εκδηλωθεί ή αναμένεται, έτσι ώστε ο δράστης να γνωρίζει (και να θέλει) τον εξαναγκασμό αυτό[13]. Συνεπώς, η σιωπή του θύματος δεν μπορεί να εκληφθεί ως συναίνεση. Παράλληλα, ως άσκηση σωματικής βίας νοείται η χρήση της υπέρτερης σωματικής δύναμης του δράστη με σκοπό την κάμψη της βούλησης του θύματος, ενώ η απειλή είναι η προαγγελία βλάβης (ηθικής ή υλικής) που θα επέλθει στο πρόσωπο του εξαναγκαζόμενου και στρέφεται κατά της ζωής, του σώματος ή άλλων σημαντικών ατομικών αγαθών.
Τετελεσμένο θεωρείται το έγκλημα όταν επέλθει σαρκική επαφή μεταξύ του δράστη και του θύματος ή, σε περίπτωση επιχείρησης ή ανοχής ασελγούς πράξης, όταν υπάρξει σωματική επαφή, η οποία έχει έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Πρόκειται για πράξεις, οι οποίες υποκαθιστούν τη συνουσία και αποσκοπούν στην επίτευξη ηδονιστικού αποτελέσματος του δράστη είτε με πλήρη ικανοποίησή του είτε με απλή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του.
Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 336 ΠΚ, απαιτείται δόλος του δράστη, σύμφωνα με τα άρθρα 18[14] και 26 ΠΚ[15]. Αρκεί, μάλιστα, και ενδεχόμενος δόλος. Επομένως, ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει και να επιθυμεί να εξαναγκάσει κάποιον με σωματική βία ή απειλή ή και με τα δύο μέσα ταυτόχρονα σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, όπως επίσης θα πρέπει να γνωρίζει ότι το θύμα δεν επιθυμεί την πράξη αυτή[16].
Μετά τον ν.1419/1984 ο βιασμός καθιερώθηκε ως ένα έγκλημα κοινό, δηλαδή δράστης μπορεί να θεωρηθεί οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο[17], αφού η ιδιότητα του φύλου δεν επηρεάζει με κανέναν τρόπο την πραγμάτωση της ειδικής υπόστασης του βιασμού. Το έγκλημα μπορεί να τελεστεί εις βάρος και των δύο φύλων και από τα δύο φύλα, καθιστώντας το κατά τον τρόπο αυτό «ουδετερόφυλο έγκλημα»[18].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 336 ΠΚ βάσει του ν. 4619/2019
Έχει προαναφερθεί πως οι κοινωνικές αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται και στον τρόπο με τον οποίο στοιχειοθετείται η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων στους αντίστοιχους νόμους. Το έγκλημα του βιασμού αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, καθώς, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος, έχει τεθεί επανειλημμένα στο επίκεντρο της συζήτησης το θέμα της συναίνεσης κατά τη διάπραξη του εγκλήματος. Έτσι, μετά τον ν.4619/2019 ο βιασμός πλέον από έγκλημα «εξαναγκασμού» μετατρέπεται σε έγκλημα «έλλειψης συναίνεσης», αφού αρκεί και μόνο η απουσία συναίνεσης εκ μέρους του θύματος ώστε να τελεστεί βιασμός.
Ειδικότερα, πλέον το άρθρο 336 διαμορφώνεται ως εξής: «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2.Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. 3.Αν η πράξη της παραγράφου 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 4.Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1,επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη».
Επομένως, στην 1η παράγραφο παραμένει αποκλειστικά η άσκηση σωματικής βίας ή απειλής ως το αναγκαίο μέσο τέλεσης του εγκλήματος, ωστόσο ορίζεται λεπτομερέστερα ο όρος «απειλή», αφού το περιεχόμενό του οριοθετείται από τον σοβαρό και άμεσο κίνδυνο, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τα έννομα αγαθά, που επρόκειτο να προσβληθούν, ήτοι η ζωή και η σωματική ακεραιότητα[19]. Παράλληλα, επήλθε αντικατάσταση του όρου «ασελγής πράξη» από τον όρο «γενετήσια πράξη» λόγω των ερμηνευτικών δυσχερειών που είχαν δημιουργηθεί από τη χρήση του πρώτου[20]. Μάλιστα, ο αντικατασταθείς όρος ορίζεται στη 2η παράγραφο ως «η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτή πράξεις», οι οποίες προσβάλλουν τη γενετήσια ελευθερία[21]. Ίσης βαρύτητας πράξεις με τη συνουσία θεωρούνται και η «παρά φύση» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδοιολειξία, όπως και η χρήση υποκατάστατων μέσων[22]. Κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, ως γενετήσιες πράξεις μπορούν να χαρακτηριστούν και οι ανωτέρω πράξεις χωρίς να εμπεριέχουν απαραίτητα το στοιχείο της διείσδυσης[23]. Ως εκ τούτου, όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (χειρονομίες, θωπείες και ψαύσεις του σώματος)[24], αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών[25], αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε πρόκειται για γενετήσια πράξη, ίσης βαρύτητας με τη συνουσία και δεν συντρέχει εφαρμογή του άρθρου 337 του ΠΚ.[26]
Στην 3η παράγραφο τιμωρείται ο βιασμός κατά συναυτουργία, δηλαδή όταν, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ, «δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη». Άρα, απαιτείται σύμπραξη στην τέλεση της αντικειμενικής υποστάσεως και υποκειμενικά κοινός δόλος[27], δηλαδή αρκεί καθένας από τους δράστες να γνωρίζει και να επιθυμεί την πλήρωση ενός έστω μέρους της αντικειμενικής υποστάσεως του βιασμού. Έπειτα στοιχειοθετείται το έγκλημα του θανατηφόρου βιασμού. Πρόκειται για εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, το οποίο τιμωρείται βαρύτερα από τη βασική πράξη λόγω του θανάτου που επήλθε, που μάλιστα πρέπει να οφείλεται τουλάχιστον σε αμέλεια του δράστη (ΠΚ 29[28]).
Η 4η παράγραφος αποτελεί και την σημαντικότερη καινοτομία του άρθρου 336, αφού ορίζεται πως βιασμός στοιχειοθετείται και όταν επιχειρείται γενετήσια πράξη ελλείψει συναινέσεως του παθόντος. Εδώ αφήνεται περιθώριο να αξιολογήσει το ίδιο το θύμα τον απειλούμενο κίνδυνο, όταν η απειλή αφορά κάποιο άλλο αγαθό, η προστασία της οποίας αφενός κατοχυρώνεται σε άλλες διατάξεις στον ΠΚ και αφετέρου έχει ως αποτέλεσμα την απεμπόληση της γενετήσιας ελευθερίας του παθόντος, έτσι ώστε να μην πραγματωθεί η επαπειλούμενη εκ μέρους του δράστη βλάβη[29]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσεως εναλλακτικών μέσων συνιστούν ο οικονομικός εκβιασμός ή η απειλή δημοσιοποίησης προσωπικών φωτογραφιών του θύματος[30].
Ως προϋποθέσεις της ύπαρξης συναινέσεως ορίζονται οι εξής: α) γνησιότητα βουλήσεως, β) μη ανάκληση συναινέσεως ήδη πριν από την προσβολή του εννόμου αγαθού και για όσο χρόνο διαρκεί η πράξη, γ) θετική κατάφαση συναινέσεως[31], δ) εξωτερίκευση της συναίνεσης με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο[32] και ε) ο δράστης να γνωρίζει περί της υπάρξεως της συναίνεσης εκ μέρους του θύματος[33]. Επιπλέον, υπάρχει δυνατότητα ανάκλησης της συναίνεσης οποιαδήποτε στιγμή κατά την τέλεση της ερωτικής πράξεως, οπότε σε περίπτωση συνέχισής της μέσω της άσκησης βίας, στοιχειοθετείται βιασμός[34]. Τέλος, όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα του βιασμού ο δράστης απαιτείται να δρα με δόλο, όπως ακριβώς ίσχυε και στη διάταξη πριν τη τροποποίησή της.
Συμπεράσματα
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το συμπέρασμα πως έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος για την πληρέστερη νομική προστασία του θύματος σε περιπτώσεις βιασμού. Όμως, παρά την τροποποίηση του άρθρου 336, όπου πλέον αρκεί και μόνο η απουσία συναίνεσης για την κατάφαση του βιασμού, στην πράξη φαίνεται πως το στοιχείο αυτό προστέθηκε ως απλή περίπτωση του εγκλήματος και, μάλιστα, κατόπιν παρεμβάσεων των γυναικείων οργανώσεων[35]. Δεδομένου και ότι το ελληνικό δίκαιο δεν έχει εναρμονιστεί πλήρως με τη Σύμβαση της Κων/πολης, φαίνεται πως η καινοτομία ήταν περισσότερο αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων, παρά συνειδητή αναγνώριση της ανάγκης για πληρέστερη προστασία των θυμάτων βιασμού. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο μέσω της θεωρίας και της νομολογίας να οριοθετηθεί επαρκέστερα ο ορισμός της συναίνεσης, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα σε επίπεδο πρόληψης θα αποβάλλεται σταδιακά η λεγόμενη «κουλτούρα» βιασμού, απόρροια της οποίας είναι η πρωτογενής και δευτερογενής θυματοποίηση. Έτσι θα επέλθει ουσιαστική αλλαγή και σε νομικό και σε κοινωνικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία
Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα, διαθέσιμο εδώ: http://www.justice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=F_jk6HaVRFg%3D&tabid=132
Ανδρουλάκης Ν., Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις.
Βασιλοπούλου Ε., Πώς αξιολογείτε τις διατάξεις περί του βιασμού στο νέο ποινικό κώδικα, μετά την πρόσφατη μεταρρύθμισή του;, theartofcrime.gr, Μάιος 2020, διαθέσιμο εδώ: https://theartofcrime.gr/%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-7%CE%BF-2/
Γάφος Η., Γενικό μέρος, τόμος Α’, 1973.
Διονυσοπούλου Αθ., Το έγκλημα του βιασμού στον νέο ΠΚ, Nova Criminalia No 8, Ιανουάριος 2020.
Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, τόμος Γ, Ειδικόν μέρος, τεύχος Α’, 1962.
Καρανίκας Δ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τόμος Α’, 1960.
Κατσαντώνης Α., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, τόμος Α’, 1972.
Κρανιδιώτη Μ., Προς μια αξιολόγηση των ρυθμίσεων του Ν. 1419/1984 για το βιασμό». Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1995.
Μαγκάκης Α., Ποινικό Δίκαιο, 1984.
Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας: ερμηνεία και εφαρμογή, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020.
Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020.
Παρασκευόπουλος Ν., Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας, Θεσσαλονίκη, 1981.
Παρασκευόπουλος Ν., Φυτράκης Ε., Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις, Άρθρα 336-353, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2011.
Σαλτάνης Χ., Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.
Τσιγκρής Α., 1996, Βιασμός: Το αθέατο έγκλημα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1996.
Νομολογία
ΣυμβΠλημΒολ 235/2019, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 1/2020, ΑΠ 1949/2019, ΜΟΕΑνΚρ 64/2019, ΣυμβΕφΘεσ 604/2019, ΜΟΔΒολ 5/2020, ΑΠ 253/2010, ΑΠ 560/2010, ΑΠ 266/2010, ΑΠ 291/2015, ΑΠ 1429/2017, ΟλΑΠ 3/2018, ΑΠ 2081/2018, ΑΠ 491/2019, ΑΠ 441/2020, ΑΠ 1329/2015, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 669/2014, όλες δημοσιευμένες σε www.areiospagos.gr, NOMOS.
Παραπομπές [1] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 46. [2] Εφεξής αναφερόμενος ως ΠΚ. [3] Τσιγκρής Α., 1996, Βιασμός: Το αθέατο έγκλημα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1996, σελ. 25. [4] Κρανιδιώτη Μ., Προς μια αξιολόγηση των ρυθμίσεων του ν.1419/1984 για το βιασμό, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1995, σελ. 47. [5] Άρθρο 36- Σεξουαλική βία συμπεριλαμβανομένου του βιασμού:1.Τα Μέρη θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποινικοποίηση των ακόλουθων εκ προθέσεως συμπεριφορών: α. διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε σωματικού μέρους ή αντικειμένου. β. διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο. γ. πρόκληση σε άλλο άτομο της πρόθεσης διάπραξης μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με τρίτο άτομο. 2. Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων. 3.Τα Μέρη θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις της παραγράφου 1 θα εφαρμόζονται επίσης αναφορικά με πράξεις οι οποίες διεπράχθησαν κατά των πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων όπως διαλαμβάνεται στην εγχώρια νομοθεσία. [6] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 244. [7] Παρασκευόπουλος Ν., Φυτράκης Ε., Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις, Άρθρα 336-353, 2011, σελ. 30, 101. [8]Σατλάνης Χρ., Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 290. [9]Άρθρο 2 παρ.1 Σ: «O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». [10]Άρθρο 5 παρ.1 Σ: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.» [11]Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 189-190. [12]ΑΠ 1356/1997. Βλ. και Παρασκευόπουλος, Φυτράκης, ό.π., σελ. 104. [13]ΣυμβΑΠ 638/1999. Βλ. και Καρανίκα Δ., Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, τόμος Γ, Ειδικόν μέρος, τεύχος Α’, 1962, σελ. 134. [14] Άρθρο 18 ΠΚ: Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα. [15] Άρθρο 26 ΠΚ: 1. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια. 2. Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο. [16]ΑΠ 1329/2015, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 669/2014. [17] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 175. [18] Κρανιδιώτη Μ., Προς μια αξιολόγηση των ρυθμίσεων του Ν. 1419/1984 για το βιασμό». Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1995, σελ. 35. [19] Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα, σελ. 65-67. [20] Παρασκευόπουλος Ν., Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας, 1981, σελ. 182. [21]Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα, σελ. 65-67. [22]Διονυσοπούλου Αθ., Το έγκλημα του βιασμού στον νέο Ποινικό Κώδικα, Nova Criminalia No 8 (Ιαν. 2020), σελ. 4-5. [23]Διονυσοπούλου Αθ., Το έγκλημα του βιασμού στον νέο Ποινικό Κώδικα, Nova Criminalia Νο 8 (Ιαν. 2020), σελ. 4-5. [24]ΑΠ 441/2020. Βλ. και Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ: «Ως χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη». [25]ΑΠ 253/2010, ΑΠ 560/2010, ΑΠ 266/2010, ΑΠ 291/2015, ΑΠ 1429/2017, ΟλΑΠ 3/2018, ΑΠ 2081/2018, ΑΠ 491/2019. [26]ΑΠ 118/2017, ΑΠ 1/2020, ΣυμβΠλημΒολ 253/2019, ΑΠ 1949/2019, ΜΟΕΑνΚρ 64/2019, ΣυμβΕφΘεσ 604/2019, ΜΟΔΒολ 5/2020, όπου φαίνεται να παραμένει νομολογιακά η αναφορά στην προσβολή της αιδούς και των ηθών, αν και πλέον στη γενετήσια πράξη δεν αναφέρεται ως αναγκαίος ο ηδονιστικός σκοπός του δράστη, αφού αρκεί και μόνο η συμπεριφορά του να προσβάλλει αντικειμενικά το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας. [27] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 804 επ. Βλ. και ΟλΑΠ 50/1990, ΑΠ 474/2001, ΑΠ 1537/2004. [28]ΠΚ 29: «Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στο συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη». Βλ. και Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 341. [29] Μαργαρίτης, Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας: ερμηνεία και εφαρμογή, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ. 1011 επ. [30] Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 1011 επ. [31]ΣυμβΠλημΒολ 253/2019. Βλ. και Ανδρουλάκης, «Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις», σελ.411. [32]ΣυμβΠλημΒολ 253/2019. Βλ. και Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.412-413, Γάφος, «Γενικό μέρος, τόμος Α’, 1973, σελ. 187, Μαγκάκης, «Ποινικό Δίκαιο», 1984, σελ.233-234. [33]Βασιλοπούλου Ε., «Πώς αξιολογείτε τις διατάξεις περί του βιασμού στο νέο ποινικό κώδικα, μετά την πρόσφατη μεταρρύθμισή του;», theartofcrime, Μάιος 2020. ΣυμβΠλημΒολ 253/2019. Βλ. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.413, Γάφος, ό.π., σελ.187-188, Μαγκάκης, ό.π., 234, contra Καρανίκας «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», τόμος Α’, 1960, σελ.79, Κατσαντώνης, «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό μέρος», τόμος Α’, 1972, σελ. 194-195. [34]Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα, σελ. 65-67. Βλ. και ΣυμβΠλημΒολ 235/2019. [35]Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ. 1011 επ.