- Δήμητρα Ζωή Μεϊδάνη
Προστασία της συνδικαλιστικής δράσης: ιστορική αναδρομή και ο Νόμος 1264/1982
📝 Εισήγηση της Δήμητρας Ζωής Μεϊδάνη, προπτυχιακής φοιτήτριας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Ι. Εισαγωγή
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα η έννοια της συνδικαλιστικής δράσης δεν ήταν μόνο έννοια άγνωστη αλλά και έννοια πλήρως απαγορευμένη στην διεθνή έννομη τάξη. Μετά τη ριζική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών, κατά την Βιομηχανική Επανάσταση, δημιουργήθηκαν οι πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις σε μία προσπάθεια των εργαζομένων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εργοδότες τους προς το σκοπό προστασίας των εργασιακών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Η δημιουργία των οργανώσεων αυτών ήταν αποτέλεσμα αφενός μεν της αδυναμίας των εργαζομένων να αντιπαρατεθούν στους εργοδότες τους ατομικά, αφετέρου δε της συνειδητοποίησης από μέρους τους ότι μπορούν να βελτιώσουν την εργασιακή τους θέση μόνο μέσω της συλλογικής δράσης. Σταδιακά λοιπόν, μέσω της ενεργούς δραστηριοποίησης των εργαζομένων, η έννοια της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατοχυρώθηκε συνταγματικά τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Μεγάλη Βρετανία επέτρεψε πρώτη τον συνδικαλισμό το 1824 παρόλο που έως και το 1875 έθετε αυστηρούς περιορισμούς στο δικαίωμα των εργαζομένων για απεργία. Στην Γαλλία κατοχυρώθηκε το 1884, ενώ στην Γερμανία το 1919 με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης κατοχυρώθηκε συνταγματικά η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελώντας παγκόσμια πρωτοπορία.
Στην Ελλάδα συναντάμε στο τέλος του 19ου αιώνα σοσιαλιστικές ομάδες και εργατικές ομαδοποιήσεις οι οποίες έχουν ως σκοπό την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Οι αντίξοες συνθήκες στις βιομηχανικές επιχειρήσεις είναι αυτές που κατά κύριο λόγο ωθούν τους εργαζομένους σε μία έντονη διεκδικητική δράση. Ιστορικά στην Ελλάδα το πρώτο σωματείο εργαζομένων ιδρύθηκε το 1879 στη Σύρο με ονομασία «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών». Κατά τις αρχές του νέου αιώνα, οι ήδη πολλές κινητοποιήσεις των εργαζομένων διαφόρων κλάδων οδήγησαν στην δημιουργία νέων σωματείων ακόμη και δευτεροβάθμιων οργανώσεων.
Σημαντικό σημείο της περιόδου αποτελεί η κατοχύρωση με το άρθρο 12 του Ελληνικού Συντάγματος 1971 του δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι», ενώ με τον Νόμο 281/1914 κατοχυρώθηκαν νομοθετικά τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Την ίδια στιγμή Εργατικά Κέντρα ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα οδηγήθηκε σε ταχύτερη ωρίμανση με την δημιουργία πολλών ομοιοεπαγγελματικών οργανώσεων, ενώ οι απεργιακές κινητοποιήσεις ήταν διαρκείς με πρωτοστάτες βιομηχανικούς εργάτες, μεταλλωρύχους, εκπαιδευτικούς, τραπεζικούς. Το 1918, στο πλαίσιο του 1ου Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου, ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Σ.Ε.), που συμπεριέλαβε κλαδικά και τοπικά σωματεία, αποτελώντας κομβικό σημείο για την πορεία του εργατικού κινήματος στην χώρα, καθώς οι συνασπισμένοι εργαζόμενοι συνενώθηκαν κάτω από την ηγεσία ενός ανώτατου οργάνου. Ο εκδημοκρατισμός του συνδικαλισμού και η εξασφάλιση των ελευθεριών του ολοκληρώθηκε με την έκδοση του ν. 1264/1982.
IΙ. Η Συνταγματική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και η νομοθετική προστασία αυτής
Σήμερα, η συνδικαλιστική ελευθερία των εργαζομένων κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου», ενώ την ίδια στιγμή και λοιπά άρθρα του Συντάγματος της χώρας ρυθμίζουν και αναφέρονται στην έννοια της συνδικαλιστικής δράσης και στα δικαιώματα αυτής.
Το δικαίωμα της σύστασης επαγγελματικών οργανώσεων αποτελεί και το βασικό στοιχείο της έννοιας της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» με άλλα λόγια, κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 του Ελληνικού Συντάγματος και εξασφαλίζει το ατομικό δικαίωμα των εργαζομένων να ιδρύουν επαγγελματικές ενώσεις καθώς και το δικαίωμα ελεύθερης προσχώρησης σε αυτές, αλλά και ποίκιλλα δικαιώματα των οργανώσεων αυτών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το δικαίωμα αυτό διακρίνεται στην θετική και την αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία[1]. Από την μία, η θετική συνδικαλιστική ελευθερία επιτρέπει στον εργαζόμενο αφενός μεν να ιδρύει αφετέρου δε να συμμετέχει σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ από την άλλη η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία του δίνει την δυνατότητα να απέχει από αυτές, εφόσον το επιθυμεί.
Ένα βασικό ζήτημα που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί τους εργαζόμενους αφορά την προστασία του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης τους. Η προστασία του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, η οποία εξειδικεύεται με διάφορες διατάξεις του νόμου αλλά και από την νομολογία, στοχεύει αφενός στο να ασκούν ανεμπόδιστα είτε να μην ασκούν οι εργαζόμενοι το συγκεκριμένο δικαίωμα, και αφετέρου στο να μην δύναται ο εργοδότης να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους οι οποίοι επιθυμούν να συνδικαλίζονται στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους οργανώσεων. Άλλωστε είναι φανερό ότι οι οργανώσεις που ιδρύονται δεν θα είχαν λόγο υπάρξεως και η προστασία της υποστάσεώς τους δεν θα είχε ουσιαστική σημασία εφόσον η δραστηριότητά τους η αντίστοιχη με το σκοπό τους δεν ήταν και αυτή κατοχυρωμένη[2].
Στην ελληνική έννομη τάξη η προστασία της συνδικαλιστικής δράσεως θωρακίζεται με άρθρα και επιταγές του ν. 1264/1982. Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 1264/1982 ρυθμίζει την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων με μέλη εργαζομένους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως. Ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στις δημοσιογραφικές και ναυτεργατικές οργανώσεις και στις διατάξεις του δεν υπάγονται επαγγελματικές οργανώσεις που συνιστώνται από τον νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ενώσεις ή οργανώσεις δημοσίου δικαίου, όπως για παράδειγμα τα επιμελητήρια[3].
Με τον ν. 1264/1982 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων, ρυθμίζονται λεπτομερώς τα ζητήματα ίδρυσης, λειτουργίας και δράσης των συνδικαλιστικών οργάνων, ενώ ταυτόχρονα προβλέπονται ειδικά μέτρα για την προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος από κάθε προσβολή, όπως ειδική προστασία κατά της απόλυσης των συνδικαλιστών, προστασία των μελών της διοίκησης, προστασία των ιδρυτικών μελών, προστασία κατά της μετάθεσης και τέλος προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος στον τόπο εργασίας, όπως και θα αναλυθούν παρακάτω.
ΙΙΙ. Η προστασία της συνδικαλιστικής δράσης στο Ν. 1264/1982
Όλα τα είδη προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης βασίζονται στον ν. 1264/1982. Έτσι, και η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών βασίζεται στον εν λόγω νόμο. Ειδικότερα, το άρθρο 14 παράγραφος 2 του συγκεκριμένου νόμου ορίζει ότι απαγορεύεται ρητώς τόσο στον ίδιο τον εργοδότη όσο και στα πρόσωπα που ενεργούν για αυτόν και σε κάθε τρίτο να προβούν σε πράξεις που παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο την συνδικαλιστική δραστηριοποίηση των εργαζομένων.
Ενδεικτικά, τέτοιες πράξεις θεωρούνται η απαγόρευση τοιχοκολλήσεως ανακοινώσεως συνδικαλιστικής οργάνωσης ή η απειλή απόλυσης σε περίπτωση που ο εργαζόμενος επιθυμεί να ενταχθεί ως μέλος σε επαγγελματική οργάνωση. Είναι προφανές ότι η απαγόρευση αυτή αφορά το θετικό συνδικαλιστικό δικαίωμα του εργαζομένου. Έτσι, όσον αφορά το αρνητικό συνδικαλιστικό δικαίωμά του, θεωρείται η χρήση σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ως προς τον εργαζόμενο, ο οποίος για παράδειγμα δεν επιθυμεί να μετέχει σε κηρυχθείσα απεργία. Η παράβαση της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 1264/1982 επιφέρει τις ποινές της διάταξης του άρθρου 23 παράγραφος 1 του ίδιου νόμου κατά βάρος αυτού που ενέργησε παράνομα. Τέτοια ποινή μπορεί να είναι είτε η φυλάκιση είτε η χρηματική ποινή[4].
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 14. παρ. 2 του ν. 1264/1982 «Απαγορεύεται στους εργοδότες, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιοδήποτε τρίτο να προβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που κατατείνει στην παρακώλυση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα: α) ν’ ασκούν επιρροή στους εργαζομένους, για την ίδρυση ή μη ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης, β) να επιβάλλουν ή να παρεμποδίζουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο την προσχώρηση εργαζομένων σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση, γ) ν’ απαιτούν από τους εργαζομένους δήλωση συμμετοχής, μη συμμετοχής ή αποχώρησης από συνδικαλιστική οργάνωση, δ) να υποστηρίζουν ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση ή με οικονομικά ή με άλλα μέσα, ε) να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στη διοίκηση, στη λειτουργία και στη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στ) να μεταχειρίζονται με ευμένεια ή δυσμένεια τους εργαζομένους, ανάλογα με την συμμετοχή τους σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση». Επίσης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ν. 1264/1982 «Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων οι εργοδότες».
i. Η απαγόρευση απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους
Μία από τις πιο σημαντικές πτυχές της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσεως και «γέννημα» του προηγούμενου είδους προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί η προστασία κατά της απόλυσης των εργαζομένων. Με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 1264/1982 εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η προστασία των εργαζομένων κατά της απόλυσης τους η οποία μπορεί να οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση, ενώ παράλληλα η εν λόγω διάταξη καθιστά άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σχέσης που συμβαίνει βάσει της παραπάνω αιτίας.
Η ρύθμιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία διότι ο εργαζόμενος δύναται απλώς μέσω αυτής να επικαλεστεί και εν συνεχεία να αποδείξει ότι ο λόγος απόλυσής του οφειλόταν αποκλειστικά στην νόμιμη συνδικαλιστική του δράση, ενώ από την άλλη ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει ότι οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση λόγω της ύπαρξης στοιχείων άσχετων από την νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου και ότι μόνο αυτά συνέτρεχαν ως λόγοι διακοπής της εργασιακής τους σχέσης. Φυσικά, προϋπόθεση ύπαρξης της προστασίας τους εργαζομένου κατά της απόλυσής του αποτελεί η νόμιμη συνδικαλιστική δράση του.
Ως τέτοια ορίζεται η δράση του εργαζομένου στα πλαίσια που του παρέχει ο νόμος και αυτή αποσκοπεί στην προάσπιση, βελτίωση και προαγωγή των εργασιακών, κοινωνικών, ασφαλιστικών και οικονομικών συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, εφόσον από αυτή δεν επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Με άλλα λόγια, η δραστηριότητα αυτή δεν θα πρέπει να αναπτύσσεται μέσα στον χώρο της εργασίας κατά τις ώρες που παρέχεται αυτή έτσι ώστε να μειώνεται η παραγωγική απόδοση του εργαζομένου και να προκαλείται ζημία στον εργοδότη.
Μορφές νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή ως μέλους διοικητικών οργάνων του σωματείου, η εκλογή και δραστηριοποίηση μέσα στα όργανα αυτά, συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποίησης σωματειακών διαδικασιών ανάδειξης νέας διοίκησης του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου εργαζομένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων κλπ.[5].
Από το πνεύμα και το γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης γίνεται αντιληπτό ότι η νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου αποτελεί τον αναγκαίο παράγοντα για την επέλευση της προβλεπόμενης στην διάταξη έννομης συνέπειας, δηλαδή της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης. Έτσι, καθίσταται αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μετά την ισχύ του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982 η νόμιμη συνδικαλιστική δράση συνιστά αυτοτελή αόριστη νομική έννοια, η συνδρομή της οποίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει και συγκεκριμένες έννομες συνέπειες[6].
Η προστασία της συνδικαλιστικής δράσης παρέχεται επίσης όχι μόνο όταν ο εργαζόμενος συνδέεται με τον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και όταν η τελευταία είναι άκυρη, αρκεί να έχει λειτουργήσει πραγματικά ώστε ο εργοδότης και ο εργαζόμενος να συνδέονται με απλή σχέση εργασίας.
Είναι γεγονός ότι εφόσον η εργασιακή σύμβαση λειτούργησε ανεξάρτητα της ακυρότητάς της, είναι αντίθετο προς το πνεύμα του ν. 1264/1982 να στερηθεί ο εργαζόμενος της προστασίας του νόμου, μολονότι υπεισήλθε στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη και εκτέθηκε στους κινδύνους εργασίας[7].
Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί ότι η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται, επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982 μόνο: 1) Όταν κατά την σύναψη της σύμβασης εργασίας ο εργαζόμενος παρουσίασε στον εργοδότη ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια με σκοπό να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή 2) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχθηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους 3) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του 4) Όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία προσλήφθηκε 5) Όταν εργαζόμενος τέλεσε κλοπή ή υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του 6) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών.
Αν δεν συντρέχει κάποιος από αυτούς τους λόγους η καταγγελία από τον εργοδότη έναντι του εργαζομένου είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ. Συνεπώς, σε περίπτωση που η συμπεριφορά του προστατευόμενου συνδικαλιστή εξέλθει τα όρια της θεμιτής συνδικαλιστικής δράσεως και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος κατά του εργοδότη ή φθάσει η συμπεριφορά του μέχρι σημείου παραβιάσεων υποχρεώσεων προβλεπόμενων στην εργασιακή σύμβαση, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ως συνδικαλιστικού στελέχους δύναται να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική.
Επιπροσθέτως, από την απόλυση προστατεύονται ακόμη και τα μέλη της διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων με ειδικότερες διατάξεις. Η προστασία αυτή γίνεται άξια αναφοράς γιατί ισχύει για όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών τους.
ii. Η απαγόρευση μετάθεσης
Από την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 9 του ν. 1264/1982, προκύπτει ότι τα συνδικαλιστικά στελέχη προστατεύονται και από την μη επιθυμητή μετάθεσή τους. Τούτο βέβαια εφόσον δεν έχει προηγηθεί συγκατάθεση της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης ή η επιτροπή του άρθρου 15 του εν λόγω νόμου, δεν αποφάσισε κατόπιν προσφυγής του εργοδότη για την αναγκαιότητά της[8].
Μεγάλη σημασία για τον χαρακτηρισμό της μεταθέσεως του συνδικαλιστικού στελέχους ως βλαπτικής και παράνομης έχει ο βαθμός στον οποίο η ίδια παρεμποδίζει την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του.
Έτσι, ως απαγορευμένη μετάθεση κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 9 του ν. 1264/1982 μπορεί να θεωρηθεί η οποιαδήποτε μετάθεση του συνδικαλιστικού στελέχους η οποία θα αποδυνάμωνε τον τελευταίο στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής του δράσης. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και η αλλαγή τμήματος και η αλλαγή καθηκόντων μπορούν να ληφθούν ως απαγορευμένη μετάθεση, εφόσον συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας[9].
Για το θέμα έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την έννοια του όρου μετάθεση βάσει του άρθρου 14 παρ. 9 του ν. 1264/1982. Κατά μία άποψη, η μετάθεση δεν αποτελεί σύμφωνα με το γράμμα του νόμου απλή μετακίνηση του προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους από τμήμα σε τμήμα της ίδιας εργοδοτικής επιχείρησης, αλλά μετάθεση αποτελεί μόνο η μετακίνηση εντός της ίδιας πόλεως[10], η οποία ωστόσο συνεπάγεται αλλαγή καταστήματος εργασίας[11]. Κατ’ άλλη άποψη, η έννοια της μεταθέσεως περιλαμβάνει ακόμη και την απλή μετακίνηση του προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους από τμήμα σε τμήμα της ίδιας εκμετάλλευσης του εργοδότη[12]. Μια τρίτη άποψη, κατά κύριο λόγο ενδιάμεση, αναφέρει ότι ως μετάθεση θεωρείται μόνο εκείνη η οποία γίνεται σε άλλη πόλη ή και σε άλλη εκμετάλλευση της ίδιας πόλεως υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σε περιοχή στην οποία παρεμποδίζεται η άσκηση των συνδικαλιστικών αρμοδιοτήτων του προστατευόμενου συνδικαλιστή[13].
iii. Η προστασία στον τόπο εργασίας
Τελευταίο και εξίσου σημαντικό είδος προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί η προστασία στον τόπο εργασίας, η οποία θωρακίζεται με το άρθρο 16 του ν. 1264/1982.
Στην παράγραφο 1 του προκείμενου άρθρου ορίζεται γενικά ότι οι εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις προστατεύονται κατά την άσκηση κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος ακόμη και στον τόπο εργασίας. Από το γράμμα της διάταξης γίνεται φανερό ότι ο νομοθέτης θέλει να δώσει προτεραιότητα στην προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος έξω από τον εργασιακό χώρο. Μόνο κατ’ εξαίρεση παρέχονται στους προστατευόμενους συνδικαλιστές ορισμένα δικαιώματα και εντός του χώρου εργασίας[14].
Ο εργαζόμενος δύναται να αξιώσει αποζημίωση και παράλειψη κάθε αντίστοιχης ενέργειας στο μέλλον κατά αυτού που ενέργησε εντός του εργασιακού χώρου με σκοπό την παρεμπόδιση της άσκησης του συνδικαλιστικού του δικαιώματος. Το ίδιο δικαίωμα έχει και η συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία ανήκει ο εργαζόμενος.
Επιπλέον, το δικαίωμα της διανομής ανακοινώσεων και των πινάκων ανακοινώσεων μέσα στον χώρο εργασίας θεωρούνται από τα πιο σπουδαία συνδικαλιστικά δικαιώματα καθώς εξασφαλίζουν αμεσότητα επικοινωνίας μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των εργαζομένων του κλάδου που αυτή εκπροσωπεί. Ο νόμος δεν θέτει κανέναν περιορισμό στο περιεχόμενο των ανακοινώσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων παρά μόνο επιβάλλει ότι πρέπει να είναι σύμφωνες με τους σκοπούς της.
iv. Συνδικαλιστικές άδειες
Για την διευκόλυνση των συνδικαλιστών στην άσκηση των καθηκόντων τους ο ν. 1264/1982, με το άρθρο 17 αυτού, υποχρεώνει τον εργοδότη να χορηγεί σε αυτούς συνδικαλιστικές άδειες, ανάλογα με το αξίωμά τους και το χαρακτήρα της οργάνωσής τους, των οποίων η συνολική διάρκεια ποικίλλει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
IV. Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, καθίσταται φανερό πως η προστασία των εργαζομένων ως συνδικαλιστών αποσκοπεί στην διασφάλιση της σταθερότητας της εργασιακής τους κατάστασης, διότι διαφορετικά η αναίτια απόλυση ή μετάθεσή τους θα συνιστούσε παρέμβαση στην αυτόνομη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Εξάλλου, η ανεξαρτησία των συνδικαλιστικών οργανώσεων αυτών προστατεύεται και αυτή, καθώς στο πλαίσιο αυτής της προστασίας δικαιούνται να διαμορφώνουν ελεύθερα τα καταστατικά τους, να εκλέγουν ελεύθερα τους αντιπροσώπους τους και να προγραμματίζουν την δράση τους[15]. Ο νομοθέτης μερίμνησε έτσι ώστε οι συνδικαλιζόμενοι να προστατεύονται σε κάθε περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, καλύπτοντας έτσι μεγάλο φάσμα της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Το πλαίσιο της ελευθερίας στην συνδικαλιστική δράση προσδιορίζεται λοιπόν από τον σκοπό της επαγγελματικής οργανώσεως, δηλαδή περιέχει κάθε δραστηριότητα σχετική με την προστασία και την προαγωγή των εργασιακών συμφερόντων των μελών της.
Συνοπτικά, ο νόμος απαγορεύει στους εργοδότες στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής δραστηριοποίησης των εργαζομένων να ασκούν επιρροή στους τελευταίους για την ίδρυση ή μη συνδικαλιστικής οργάνωσης, να επιβάλλουν με οποιονδήποτε τρόπο την προσχώρηση εργαζομένων σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση, να απαιτούν δήλωση συμμετοχής ή αποχώρησης αντίστοιχα από την συνδικαλιστική οργάνωση, να υποστηρίζουν συγκεκριμένη συνδικαλιστική οργάνωση με οποιοδήποτε μέσο, να επεμβαίνουν στην αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, να μεταχειρίζονται αναλόγως με ευμένεια ή δυσμένεια τους εργαζομένους λόγω της συμμετοχής τους σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση και τέλος ο νόμος απαγορεύει ρητώς οι εργοδότες να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων.
Όσα εκτέθηκαν παραπάνω αλλά και στο σύνολο του παρόντος κειμένου, εκφράζουν τον σκοπό του νομοθέτη για την εξασφάλιση της προστασίας και της απρόσκοπτης δραστηριοποίησης των εργαζομένων στον χώρο των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλέξανδρος Καρακατσάνης, «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ/ ΑΘΗΝΑ – ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1990
Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση
Λεβέντης, Εργατική Νομοθεσία, τ. Α’, 1986
Θ. Θεοδώρου, Το συνδικαλιστικό δικαίωμα και ο ν.1264/1982
Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Β/Ι, Συνδικαλιστικές Οργανώσεις
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Αλέξανδρος Καρακατσάνης, «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ/ ΑΘΗΝΑ – ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1990, σελ. 32. [2] Αλέξανδρος Καρακατσάνης, «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ/ ΑΘΗΝΑ – ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1990, σελ. 39. [3] Αλέξανδρος Καρακατσάνης, «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ/ ΑΘΗΝΑ – ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1990, σελ. 43. [4] Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 359-360. [5] Από κείμενο απόφασης με αριθμό 2328/2006 (ΜΠρΑθ, αδημοσίευτη). [6]Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 361 – 363. [7] Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 367. [8] Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 389. [9] Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 390. [10] 920/1990, ΑΠ – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. [11] Λεβέντης, Εργατική Νομοθεσία, τ. Α’, 1986, σελ. 230. [12] Θ. Θεοδώρου, Το συνδικαλιστικό δικαίωμα και ο ν.1264/1982, σελ. 730. [13] Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Β/Ι, Συνδικαλιστικές Οργανώσεις, σελ. 84. [14] Στυλιανός Γ. Βλαστός, «Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές & Εργοδοτικές Οργανώσεις», Πλήρης θεωρητική ερμηνευτική ανάλυση & νομολογιακή ενημέρωση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, γ’ έκδοση/ σελ. 393. [15] Αλέξανδρος Καρακατσάνης, «ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ/ ΑΘΗΝΑ – ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1990, σελ. 38.