- Μαρίλια Πλατσά
Τεκμήριο Αθωότητας και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: μια σχέση μίσους
Έγινε ενημέρωση: 8 Δεκ 2021
📝Άρθρο της Πλατσά Μαρίλιας, προπτυχιακής φοιτήτριας του τμήματος Νομικής του ΕΚΠΑ
Το τεκμήριο αθωότητας συνιστά θεμελιώδη αρχή της ποινικής διαδικασίας και ειδικότερη έκφανση της επιταγής για δίκαιη δίκη. Πηγή του συνιστά το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο ,το αντικείμενο της ποινικής δίκης εξαντλείται στην απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου , ο οποίος τεκμαίρεται αθώος ωσότου νόμιμα αποδειχθεί η ενοχή του. Ποικίλα –επίκαιρα- ζητήματα, τα οποία θα εξεταστούν παρακάτω, ανακύπτουν σχετικά με την φύση του τεκμηρίου καθώς και το αν δεσμεύει τους ιδιώτες και συνεπώς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), τα οποία συχνά, όπως έγινε φανερό με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση, επιδίδονται σε απροκάλυπτες δηλώσεις περί ενοχής του υπόπτου ή του κατηγορουμένου εν μέσω εκκρεμούς δίκης. Προτού επομένως εξεταστεί η ενδεχόμενη υποχρέωση των ΜΜΕ για σεβασμό του, είναι ανάγκη να αναλυθεί τόσο το περιεχόμενο όσο και οι επιταγές που απορρέουν από το εν λόγω τεκμήριο.
Το τεκμήριο αθωότητας δεν απαντάται πλέον σε ορισμένη διάταξη εντός της ελληνικής νομοθεσίας, ωστόσο κατοχυρωνόταν ρητά στα παλαιότερα συντάγματα του 1827 και 1832 (άρθ.15 και 42 αντιστοίχως). Παρ’όλα αυτά, συναντάται τόσο ως αναπόσπαστο στοιχείο άλλων συνταγματικών διατάξεων που σχετίζονται με την επιβολή ποινών και την δίκαιη δίκη (άρθ. 6 , 7 και 20 Σ) όσο και ως απόρροια της αρχής του Κράτους δικαίου (άρθ.25 Σ). Σε επίπεδο διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα καθώς και το άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτυπώνουν τόσο το τεκμήριο της αθωότητας όσο και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελούν μάλιστα διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος που υπερτερούν έναντι οποιουδήποτε αντίθετου εθνικού κανόνα δικαίου.
Η νομολογιακή πρακτική του ΕΔΔΑ ανέδειξε το τεκμήριο, σωρευτικά με την σημασία του ως δικονομική εγγύηση, ως κομμάτι της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, υπό την έννοια ότι η αθωότητα του συνιστά εκδήλωση της τιμής, της υπόληψης και της αξιοπρέπειας του, την οποία το Δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει έως την απόδειξη της ενοχής του ή την αθώωση του. Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την έκδοση της Οδηγίας 2016/343 απέβλεψε στην περαιτέρω οχύρωση ορισμένων εκφάνσεων του. Η προσπάθεια αυτή στηρίχθηκε στην επίτευξη μιας “minimum” δικονομικής προστασίας, το φάσμα της οποίας τα Κράτη Μέλη δύνανται να διευρύνουν κατά την μεταφορά της Οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ελληνική έννομη τάξη , στον οικείο νόμο ενσωμάτωσης της Οδηγίας (Ν. 4596/2019), στο άρθρο 5, προβλέπει το χρονικό διάστημα ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας που διαρκεί από «α) την περάτωση της διαδικασίας με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα, αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει κατηγορούμενος, ή β) την θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την απόρριψη της έγκλησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει απλώς ύποπτος». Σκοπός της διάταξης είναι φανερό ότι αποτελεί η μέγιστη δυνατή προστασία του κατηγορούμενου για τέλεση αξιόποινης πράξης, αφού ο Έλληνας νομοθέτης ερμηνεύει το περιεχόμενο της Οδηγίας με ευρύτητα, ορίζοντας το καταληκτικό χρονικό σημείο ισχύος του τεκμηρίου κατά το «αμετάκλητο» της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος στην περίπτωση ήδη ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Η ανάγκη ύπαρξης ευρέος χρονικού διαστήματος επιβεβαιώνεται και από την ΕΣΔΑ, με την αιτιολογία ότι η προστασία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.2 ΕΣΔΑ οφείλει να μπορεί να προβληθεί και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξης της έφεσης. Συμμορφούμενη, επομένως, με τα ανωτέρω, στον ελληνικό ποινικό κώδικα απαντάται το άρθρο 71 ,το οποίο ορίζει σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».
Για να τύχει εφαρμογής η διάταξη για το τεκμήριο αθωότητας είναι αναγκαίο να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Βασικός όρος είναι η ύπαρξη δίκης ποινικής φύσεως, δηλαδή που αφορά διάπραξη αξιόποινης πράξης, άδικης και καταλογιστής στον δράστη για την οποία προβλέπεται τιμωρία εκ του νόμου (άρθ.14 παρ.1 ΠΚ). Αξιοσημείωτο είναι ότι για να εμπίπτει η πράξη στις παραπάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις, δεν ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός που της αποδίδει η εθνική νομοθεσία αλλά το είδος της ποινής που επαπειλείται. Το πρόσωπο που προστατεύεται από το τεκμήριο αθωότητας είναι είτε φυσικό είτε νομικό, με την προϋπόθεση ότι η εσωτερική έννομη τάξη δέχεται την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων. Ειδικά στην ελληνική νομοθεσία στο άρθρο 72 ΚΠοινΔ, αναφέρεται ότι: “την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος, εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στην μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην έκθεση για αξιόποινη πράξη”. Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ ενεργοποιείται μόνο στο πλαίσιο της ποινικής δίκης σε αντίθεση με την μειοψηφική άποψη που δέχεται την εφαρμογή του και σε περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων. Το τεκμήριο προφυλάσσει τον κατηγορούμενο μέχρι το σημείο της νόμιμης απόδειξης της ενοχής του, με το σημείο τελείωσης του να εντοπίζεται στην ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή αμέσως πριν την επιμέτρηση της ποινής.
Στο σημείο αυτό υπάρχει διάσταση απόψεων αναφορικά με την φύση του ως δικαίωμα ή ως γενική αρχή του δικαίου άμεσα συνυφασμένη με το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, αποτελεί απόρροια της αρχής της ισότητας καθώς και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου. Πειστικότερη άποψη κρίνεται αυτή που ανάγει το τεκμήριο αθωότητας σε δικαίωμα υπέρ του κατηγορουμένου.
Το τεκμήριο αθωότητας προστατεύει τον κατηγορούμενο από φαινόμενα διαπόμπευσης του ονόματος του που έχουν ως συνέπεια τον κλυδωνισμό της κοινωνικής του ζωής, στιγματίζοντας τον ακόμα και σε περίπτωση αθώωσης του. Παρά την σημαντική λειτουργία που επιτελεί, η προστασία που παρέχει δεν είναι απεριόριστη αλλά κάμπτεται προκειμένου να εξυπηρετηθούν άλλοι σκοποί, πάντα ωστόσο αφήνοντας αλώβητο τον πυρήνα του. Οι προβλέψεις σε νομοθετικά κείμενα και η ανάγκη για αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, αποτελούν τις δύο πηγές προέλευσης των περιορισμών της ισχύος του τεκμηρίου. Ήδη η ΕΣΔΑ προβλέπει στα άρθρα 5 και 6 ότι το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να υποστεί περιορισμούς σε περιπτώσεις όπου το άτομο συλλαμβάνεται για την διάπραξη αυτοφώρου εγκλήματος ή διατάζονται για τον κατηγορούμενο περιοριστικά μέτρα κατά την προδικασία. Η νομολογία δέχεται ακόμα ότι η υποβολή του σε ιατρικές εξετάσεις για την διάγνωση της ικανότητας του προς καταλογισμό ή κατάχρησης ουσιών κατά την διάπραξη της αξιόποινης πράξης δεν καταστρατηγούν το τεκμήριο. Συνεπής ήταν και η κρίση για την τοποθέτηση στον κατηγορούμενο χειροπέδες για λόγους ασφαλείας καθώς και για την κατάσχεση χρηματικού ποσού κατά την σύλληψη του. Εν γένει οι περιορισμοί που υφίσταται πρέπει να λαμβάνουν υπόψη της αρχή της αναλογικότητας, να σκοπούν στη διαφύλαξη ενός εξίσου σημαντικού αγαθού, να δικαιολογούνται από τις περιστάσεις και σε κάθε περίπτωση να σέβονται τον πυρήνα του.
Η παραβίαση του τεκμηρίου επιφέρει και απτές συνέπειες. Ειδικότερα,στο άρθρο 7 του ν. 4596/2019 σε συνδυασμό με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που συνέβησαν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας που προηγείται της έκδοσης απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και καλούν το κοινό να αναγνωρίσει την ενοχή του κατηγορουμένου ή προχωρούν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προκαταλαμβάνοντας την έκβαση της δίκης, υπό τον όρο ότι οι δηλώσεις αφορούν άμεσα την εκκρεμή ποινική δίκη. Πρόσωπα της Εκτελεστικής, Δικαστικής, Νομοθετικής εξουσίας, δημόσιοι λειτουργοί, αστυνομικοί κλπ. συγκαταλέγονται σε εκείνες τις κατηγορίες που απαγορεύεται να προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις, εν μέσω εκκρεμούς δίκης, που προεξοφλούν την καταδίκη του σε ενοχή καθώς γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης ανεξαρτήτως της τελειωτικής δικαστικής κρίσης. Παράλληλα προς την ευθύνη που υπέχει το Δημόσιο, γεννάται και εις ολόκληρον ευθύνη του υπαιτίου προσώπου (άρθ.105 ΕισΑΚ). Επιπλέον, η καταστρατήγηση του επιφέρει όχι μόνο την αναίρεση της απόφασης λόγω απουσίας εμπεριστατωμένης και ειδικής αιτιολογίας αλλά παράλληλα και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθ.171 παρ1 περ δ΄ του ΚΠΔ). Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του δεν σημαίνει ούτε ότι το δικαστήριο μπορεί να τον καταδικάσει ούτε ότι είναι ένοχος. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή για την κατάγνωση της ενοχής του ή ανακύπτει αμφιβολία ως προς αυτή, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο επί τη βάση της αρχής in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου) να αποφασίσει υπέρ της αθώωσής του. Ο κατηγορούμενος δε έχει δικαίωμα στην σιωπή και την μη αυτοενοχοποίηση. Παράλληλα, δεν έχει υποχρέωση αληθείας αλλά αντίθετα δικαίωμα ψεύδους και άρνησης των κατηγοριών. Περαιτέρω, η ισχύς του τεκμηρίου εμποδίζει την επιβολή ποινής προτού αποφασιστεί η οριστική καταδίκη του κατηγορουμένου. Συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης φέρει αυτός που τον κατηγορεί, σε διαφορετική περίπτωση τεκμαίρεται ότι είναι αθώος. Βέβαια, να σημειωθεί ότι το τεκμήριο αθωότητας αφορά το περιεχόμενο και όχι το βάρος απόδειξης.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν τα πρόσωπα που δεσμεύονται από το τεκμήριο. Αρχικά, σύμφωνα με την κρίση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας (1995), τα κρατικά όργανα που συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία οφείλουν να σέβονται το τεκμήριο. Δεσμεύει, επομένως, όχι μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς αλλά και όλα τα κρατικά όργανα ανεξαρτήτως ιδιότητας, όπως τους εισαγγελείς, γραμματείς, αστυνομικά όργανα και ανακριτικούς υπαλλήλους. Η Επιτροπή ακόμα ενέταξε στην κατηγορία αυτή τα πρόσωπα της Κυβέρνησης, ενώ και οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις επιταγές του. Διχογνωμία υπάρχει ωστόσο σχετικά με την δέσμευση και άρα την δυνατότητα παραβίασης του από ιδιώτες. Αν και το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν κάνει σχετική αναφορά, στην ελληνική έννομη τάξη το σχετικά προσφάτως αναθεωρημένο άρθρο 25 παρ. 1 Σ καταφάσκει την τριτενέργεια του στο ιδιωτικό πεδίο. Ωστόσο, μια μειοψηφική μερίδα αν και αναγνωρίζει ότι πρόκειται για αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, αρνείται την ισχύ του τεκμηρίου στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών με το επιχείρημα ότι αποτελεί δικαίωμα που έχει αξία μόνο εντός της ποινικής δίκης και άρα δεσμεύει αποκλειστικά τα όργανα που συμμετέχουν σε αυτή και όχι τους ιδιώτες. Προς επίρρωση αυτού, προσθέτουν ότι ο ιδιώτης σε περίπτωση που εκφράσει την γνώμη του αναφορικά με την ενοχή του κατηγορούμενου εν απουσία προηγούμενης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης έχει να αντιμετωπίσει τόσο ποινική όσο και αστική ευθύνη (άρθρ. 362, 363 ΠΚ και 57 ΑΚ αντιστοίχως). Προστατεύεται, συνεπώς, έναντι του ιδιώτη ο κατηγορούμενος τόσο με τις διατάξεις περί δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης του Ποινικού Κώδικα όσο και με τις διατάξεις για την προσβολή της προσωπικότητας του Αστικού Κώδικα (άρθ.57 , 914,920 ΑΚ). Ειδικά επί προσβολής της προσωπικότητας δίνεται το δικαίωμα άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον αλλά και αξίωσης αποζημίωσης εφαρμόζοντας τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Η βαρύτητα του ζητήματος αυτού, δηλαδή της αποδοχής ή μη της τριτενέργειας του τεκμηρίου αθωότητας, έγκειται στο αν τελικά δεσμεύονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης από αυτό, το οποίο έχει σημασία δεδομένου του έργου τους να ενημερώνουν το κοινό, το οποίο όμως πολλές φορές κατατείνει στην διεξαγωγή «τηλεοπτικών δικών». Καθώς η πλειοψηφία στην νομική επιστήμη αλλά και η νομολογία ομονοούν στην δέσμευση των ιδιωτών, άρα και των ΜΜΕ, από το τεκμήριο αθωότητας, κρίνεται επωφελής η ανάλυση της σχέσης αυτής και η αναγωγή σε μια σχετική απόφαση.
Πρώτα, ωστόσο, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το περιεχόμενο και η ακριβής σημασία του όρου «δέσμευση» στο πλαίσιο της ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας. Η δέσμευση δεν εξαντλείται στην απαγόρευση δηλώσεων που προκαταλαμβάνουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου αλλά περιλαμβάνει και την απαγόρευση χρήσης απαξιωτικών χαρακτηρισμών προς το πρόσωπό του. Επιπροσθέτως, απαγορεύεται η ανακοίνωση των ονομάτων των συλληφθέντων ή η δημοσιοποίηση φωτογραφιών τους, εκτός αν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα και η εκκρεμής υπόθεση είναι δημοσίου ενδιαφέροντος ή για λόγους εξυπηρέτησης της αντεγκληματικής πολιτικής όπως η εξιχνίαση εγκλημάτων. Περαιτέρω, λόγω του τεκμηρίου αθωότητας, η σύλληψη και η προφυλάκιση ενεργοποιούνται με βάση την αρχή της αναγκαιότητας, ενώ απαγορεύεται τόσο η μετάδοση των δικών μέσω της τηλεόρασης όσο και η κινηματογράφηση ή φωτογράφιση προσώπων που πρόκειται να εμφανιστούν ενώπιον εισαγγελέα, αστυνομικών ή εισαγγελικών αρχών. Η τελευταία αυτή απαγόρευση δεν γίνεται σεβαστή, αν και επισύρει ποινή φυλάκισης έως τρία έτη και χρηματική ποινή έως διακόσιες χιλιάδες ευρώ για τους παραβάτες (άρθ.8 παρ. 2 του νόμου 3090/2002). Στην Ελλάδα, το τεκμήριο αθωότητας θυσιάζεται από τα ΜΜΕ για χάρη της επίτευξης δημοσιότητας. Τα πρόστιμα που επιβάλλει το Ε.Σ.Ρ. κατά καιρούς καθώς και η πολλαπλή καταδίκη της Ελλάδας (Υπόθεση Κώνστα κατά Ελλάδος) από το ΕΔΔΑ είναι ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατεί. Ειδικά το Ε.Σ.Ρ διαγιγνώσκει συχνά παραβίαση του τεκμηρίου από δελτία ειδήσεων ή εκπομπές που συζητούν και προβάλουν ως δεδομένη την ενοχή του κατηγορουμένου. Στο πλαίσιο αυτό, οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής οφείλουν να απέχουν από κρίσεις και δηλώσεις περί ενοχής του κατηγορουμένου,όταν τους δίνεται βήμα στα ΜΜΕ. Η προσπάθεια πάντως δημιουργίας ενός ευνοϊκού κλίματος συμπαράστασης προς τον κατηγορούμενο από τον συνήγορο του μέσω της χρήσης των ΜΜΕ δεν κρίνεται καταρχήν αθέμιτη. Απολύτως αθέμιτη, ωστόσο, είναι η παρουσίαση και ο σχολιασμός επί των αποδείξεων όπως έγγραφα και μάρτυρες, από τους διαδίκους στα ΜΜΕ, καθώς η απόδειξη γίνεται μόνο εντός της ποινικής δίκης. Επιτρεπτή είναι η παρουσίαση των γεγονότων, η αναφορά των ισχυρισμών και των γενικών θέσεων, από τα ΜΜΕ, που έχει αντιτάξει ο κατηγορούμενος έναντι των κατηγοριών που του προσάπτουν. Στο ίδιο πλαίσιο, θεμιτός είναι και ο σχολιασμός οριστικών αποφάσεων των δικαστικών οργάνων που δεν συνοδεύονται από απρεπείς χαρακτηρισμούς προς αυτά. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 14 παρ.1 , 5 Α και 93 παρ.2 Σ προκύπτει η ανάγκη για εύρεση ισορροπίας μεταξύ αφενός του δικαιώματος στη πληροφόρηση που συνεπάγεται την δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες που είναι ευρέως προσιτές καθώς και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος και υποχρέωσης των ΜΜΕ για ενημέρωση, με την συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να διεξαγάγει δημοσίως, καταρχήν, τις συνεδριάσεις του, δηλαδή εν δυνάμει ο καθένας να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να παρευρεθεί. Ωστόσο , ο συμβιβασμός μεταξύ τους συνοψίζεται στην απόφαση (24-01-2001) του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι «οι δίκες γίνονται με δημοσιότητα, αλλά όχι χάριν δημοσιότητας». Η υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας που βαραίνει τα ΜΜΕ πηγάζει παράλληλα και από τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α ο οποίος στο άρθρο 2 ορίζει σχετικά ότι «Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει «να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις», ενώ και στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση συναντάται παρόμοια ρύθμιση η οποία μάλιστα ορίζει ότι ο κατηγορούμενος απαγορεύεται να αναφέρεται ως ένοχος.
Στο πεδίο αυτό, σημαντική είναι η απόφαση (Εφ. Θεσσαλ. 3242/1999) του Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτή την τριτενέργεια του τεκμηρίου αθωότητας το οποίο κατ’ επέκταση δεσμεύει του ιδιώτες και προέταξε το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας του κατηγορουμένου έναντι του δικαιώματος του πληροφορείσθαι του κοινού. Η υπόθεση αφορούσε σε δημοσιεύματα Εφημερίδας με αντικείμενο την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος δικαστικών λειτουργών. Τα σχετικά δημοσιεύματα κρίθηκε ότι μπορούσαν να ζημιώσουν την τιμή και την υπόληψη του εισαγγελικού λειτουργού. Περαιτέρω το δικαστήριο έκρινε ότι τα δημοσιεύματα αυτά έλαβαν χώρο κατά την διάρκεια εκκρεμούς δίκης και άρα το τεκμήριο αθωότητας είχε ακόμη ισχύ, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη διαφύλαξης του υπέρτερου δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας του κατηγορουμένου (άρθ.362 ΠΚ, 57, 914, 920 ΑΚ). Το κοινωνικό κράτος, επομένως, φέρει την υποχρέωση να προστατεύει τον κατηγορούμενο τόσο στις σχέσεις του με τα κρατικά όργανα όσο και με τους ιδιώτες στις περιπτώσεις παραβίασης του τεκμηρίου.
Η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο ενός κοινωνικού κράτους όπως γίνεται φανερό και από την ένταξη του σε κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος,πέραν του συντάγματος. Τόσο ο ύποπτος όσο και ο κατηγορούμενος θεωρούνται αθώοι μέχρι την νόμιμη απόδειξη της ενοχής τους, το οποίο πρέπει να γίνεται σεβαστό όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό χώρο. Ιδιαίτερα τα ΜΜΕ που ασκούν λειτούργημα και είναι επιφορτισμένα με την ενημέρωση των πολιτών, κινούνται σε μια λεπτή γραμμή την οποία οφείλουν να μην ξεπεράσουν για να μην φτάσουν να διεξαγάγουν τηλεοπτικές δίκες υποκαθιστώντας τα δικαστηριακά όργανα. Παρά τις σχετικές ρυθμίσεις ακόμα και συνταγματικής περιωπής αλλά και τα πολυάριθμα πρόστιμα που επιβάλλονται από το ΕΣΡ, οι παραβιάσεις είναι συχνές αποδεικνύοντας πως στον βωμό της δημοσιότητας θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου παραγκωνίζονται. Ας μην ξεχνάμε ότι η σπίλωση του ονόματος του ανθρώπου που εν τέλει μπορεί να αποδειχθεί αθώος έχει σοβαρό αντίκτυπο στην εξακολούθηση της ζωής του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί επίτευγμα του νομικού μας πολιτισμού που διαφυλάσσει την προσωπικότητα του κατηγορούμενου ως ατόμου, ακόμα και όταν αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες, ωσότου αποδειχθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και με την νόμιμη διαδικασία η ενοχή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. Σγάντζου, ‘Η ειδησεογραφική κάλυψη των ποινικών υποθέσεων από τα ΜΜΕ και η επίδρασή τους στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου’, Ένωση Ελλήνων Νομικών e-Θέμις,10 Φεβρουαρίου 2021
Δ. Μπόλης, ‘Τεκμήριο αθωότητας και Δημόσια Αρχή (Νόμος 4596/2019)’,e-νομοθεσία,23 Απριλίου 2019
Κ. Αϊκούτ ,Π. Καλιτσής , ‘Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου’,Curia
Ν. Ανδρουλάκης, ‘Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης’,5η έκδοση ,Αθήνα ,Π.Ν. Σάκκουλας , 2020, σελ.173-178
Π. Λαζαράτος , ‘Το τεκμήριο της αθωότητας: Ο νόμος 4596/2019’ , Syntagma Watch, 8 Απριλίου 2019
Σπ. Βλαχόπουλος, ‘Το τεκμήριο αθωότητας’, Η Καθημερινή,26 Απριλίου 2019,Κοινωνία