Δάφνη Στεφάνου
Φιλοσοφία και Πανδημία, μέρος Ι: Ωφελιμισμός κατά Jeremy Bentham
📝Άρθρο της Ειρήνης-Δάφνης Στεφάνου, Υπεύθυνης του Τομέα Ιστορίας και Θεωρίας του Δικαίου στο Just in Case, δευτεροετούς φοιτήτριας της Νομικής Σχολής Αθηνών
Παρότι η προκληθείσα από τον κορωνοϊό SARS-COVID-19 πανδημία δεν έχει λήξει, ανεξάρτητα από την νομική διαχείριση της πανδημίας, θα ήταν λυσιτελής η φιλοσοφική πραγμάτευση της πανδημίας. Κρίνεται ως εγχείρημα απαιτητικό, δεδομένου ότι οι συνέπειες του κορωνοϊού συνεχίζουν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, με λίγα πράγματα να μπορούμε να πράξουμε, για να τις αντιμετωπίσουμε. Μένουν, λοιπόν, λίγα περιθώρια για την επιδίωξη της αντικειμενικότητας.
Μεγάλη αξία έχει η νομική-ηθική φιλοσοφία του Jeremy Bentham, Άγγλου φιλοσόφου του 18ου αιώνα μ.Χ., η οποία αποδίδεται συνοπτικά με την έννοια «ωφελιμισμός»[1]. Ο Bentham επιχείρησε να δώσει επιστημονικό χαρακτήρα στην ηθική, με έναν απλό υπολογισμό, την αρχή της μεγιστοποίησης του οφέλους. Ηθική κρίνεται κάθε πράξη και παράλειψη (όπου πράξη πλέον και παράλειψη), η οποία μεγιστοποιεί για την πλειονότητα την ηδονή ή τείνει να εκμηδενίσει, ή έστω να μειώσει, την οδύνη. Απώτερος σκοπός είναι η ευημερία όλων. Ο ωφελιμισμός εκ πρώτης όψεως διακρίνεται για την σύνεση, τον ρεαλισμό και τον δημοκρατικό, κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα του και η εκτίμηση κόστους-οφέλους (δηλαδή οδύνης-ηδονής) αφορά τόσο τις αποφάσεις του κοινού πολίτη, όσο και του νομοθέτη και των πολιτικών παραγόντων εν γένει.
Ας εξετάσουμε την εφαρμογή του ωφελιμισμού κατά Bentham επί της πανδημίας. Αρχική μας επιδίωξη συνιστά η εξεύρεση του πιο ωφέλιμου για την πλειονότητα μέτρου καταπολέμησης του κορωνοϊού. Χάριν του επιχειρήματος μας, ας υποθέσουμε πως υπερτερεί ως θεμιτή πρακτική το γενικό απαγορευτικό (lockdown), μια και με τον αυτοπεριορισμό μειώνονται δραματικά τα κρούσματα, άρα και τα περιστατικά βαρείας ασθένειας και οι θάνατοι από COVID. Ωστόσο, το lockdown δεν συνιστά συμφέρουσα μακροπρόθεσμη λύση, μια και η οικονομία καταρρέει, η ψυχολογία των πολιτών καταρρακώνεται και διακόπτονται οριστικά όλες κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες. Ταυτόχρονα, περιορίζονται ή αναστέλλονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στο συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η επαγγελματική και οικονομική ελευθερία, καθώς και η ελευθερία κίνησης. Ίσως αυτοί οι περιορισμοί για ένα χρονικό διάστημα – αν και αυτό είναι συζητήσιμο – να είναι συνταγματικά ανεκτοί, ηθικά όμως αναλογιζομένης της καταστάσεως, εύληπτο κρίνεται ότι το γενικό απαγορευτικό υποβαθμίζει την αξιοπρέπεια του ατόμου (π.χ. οικονομική δυσπραγία, ενδοοικογενειακή βία με αφορμή την κόπωση από το συνεχές lockdown). Δεν είναι καν βιώσιμη λύση, γιατί πρώτον η άψογη και ανελαστική εφαρμογή γενικού απαγορευτικού είναι μη ρεαλιστική, δεδομένου ότι: α) υπάρχουν αρνητές του κορωνοϊού και το anti-vax (αντιεμβολιαστικό) κίνημα έχει επιστρέψει δριμύτερο, β) πρέπει πάντα να διατηρούμε στην σκέψη μας τον αστάθμητο παράγοντα της ανθρώπινης ψυχολογίας, καθώς και τα σφάλματα στα οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και τον πλέον συνετό η εγγενής ανθρώπινη αμέλεια, γ) ο συνεχής διοικητικός και κοινωνικός έλεγχος της τήρησης του lockdown και των μέτρων προστασίας είναι ανέφικτος και μη ρεαλιστικός. Συνεπώς, τα κρούσματα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν εξαλείφονται και ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέους θανάτους, κυρίως ευπαθών. Εν ολίγοις, όλοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχουν πληγεί από το γενικό απαγορευτικό.
Είναι γεγονός ότι προς το παρόν τουλάχιστον, με τις υφιστάμενες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, οι περισσότεροι φορείς COVID δεν ασθενούν σοβαρά, έχουν ήπια συμπτώματα, δεν διασωληνώνονται, ούτε πεθαίνουν εξ αυτού. Ένας ακραίος ωφελιμιστής λοιπόν, θα ισχυριζόταν ότι μάλλον είναι λυσιτελέστερο να αρθεί πλήρως το lockdown, παρά την εκτόξευση των κρουσμάτων και την ανάλογη αύξηση των θανάτων, δεδομένου ότι η λύση αυτή θα επέτρεπε στην πλειονότητα να επιστρέψει στην κανονικότητα και να επανακτήσει την αξιοπρέπεια της και για λίγους μόνο ανθρώπους θα απέβαινε μοιραίος ο κορωνοϊός. Άρα, το όφελος θα ήταν μεγαλύτερο από την οδύνη. Ταυτόχρονα, η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αδράνειας θα δημιουργήσει πηγές εσόδων, οι οποίες θα φορολογούνται. Ένα μεγάλο μέρος των φόρων, λοιπόν, θα μπορεί να κατευθυνθεί στην κατασκευή Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και στην ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) με ιατρούς ειδικευμένους στην λοιμωξιολογία και με νοσηλευτικό προσωπικό. Έτσι, λοιπόν, το κράτος θα μπορεί να μεριμνήσει τόσο για τον υγιή, δραστήριο πληθυσμό, όσο και για τις ευπαθείς ομάδες.
Η θέση αυτή μπορεί αφενός να ικανοποιεί την ψυχολογία της μάζας – η πλειοψηφία άλλωστε βρίσκεται αξιολογικά στο επίκεντρο της σκέψης του Bentham - , η οποία είναι εξουθενωμένη από όλες τις απόψεις από το lockdown. Ωστόσο, κρίνεται αντίθετη και ασύμβατη με τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα στην υγεία (Σ 4 §2, 21, ΕΣΔΑ 2 ) και στην ζωή́ (Σ 5 §2, §3, ΕΣΔΑ 2 ) και στην ισότητα (Σ 4 §1, §2, ΕΣΔΑ 14 ) των ατόμων με επιβαρυμένο ιστορικό υγείας και του γήρατος.
Ανεξάρτητα πάντως από τα δικαιώματα και τα συνταγματικά κεκτημένα, τίθενται αφενός θέματα κοινωνικής ανισότητας για λόγους ηλικίας (ageism), αφετέρου απέναντι σε αυτούς που έχουν προβλήματα υγείας (ableism). Με τα σημερινά δεδομένα, κρίνεται απαράδεκτο να θυσιάζεται η ήδη επιβαρυμένη – γενικώς, αλλά και ειδικώς λόγω του κορωνοϊού – μειονότητα των ευπαθών και των ηλικιωμένων στον βωμό της ευημερίας της πλειοψηφίας. Τα δικαιώματα άλλωστε είναι θεσπισμένα για την προστασία των ασθενών απέναντι στους ισχυρούς και στο κράτος. Εν προκειμένω σε δυσμενή θέση θα βρίσκονταν οι ευπαθείς ομάδες και οι ηλικιωμένοι.
Η κατάσταση αυτή, άλλωστε, είναι εύληπτο πως σύντομα θα οδηγούσε σε μια ρατσιστική κοινωνία παθογενειών, όπου η ευνοημένη πλειονότητα θα αδιαφορεί, θα περιφρονεί και θα εκμεταλλεύεται όσους δεν θεωρεί ισότιμους και «άξιους» προστασίας, για την ικανοποίηση ιδιοτελών συμφερόντων. Αυτό δεν συνιστά σενάριο κινδυνολογίας, εκτός των ορίων της πραγματικότητας. Και μόνο το γεγονός ότι το τίμημα της άκρατης ελευθερίας – μάλλον ορθότερος όρος είναι «αυθαιρεσίας», λόγω της παραβίασης των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων – θα το πλήρωνε η ίδια ομάδα πάντα, οι ευπαθείς και το γήρας, προκαλεί σοβαρούς προβληματισμούς δημοκρατικότητας της ωφελιμιστικής νοοτροπίας. Η ζωή – άρα και η υγεία – μαζί με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελούν στις περισσότερες έννομες τάξεις τον ακρογωνιαίο λίθο και την βάση για όλα τα άλλα δικαιώματα. Είναι, τέλος, νομικά και ηθικά επιλήψιμο να υποφέρει πάντοτε η ίδια ομάδα ανθρώπων. Αν δεν μπορούν να είναι διαρκώς ικανοποιημένοι όλοι, είναι επιβεβλημένο τα βάρη κάθε είδους να κατανέμονται δίκαια και ισομερώς (Σ 4 §5).
[1] Σημειωτέον ότι με τον όρο «ωφελιμισμός» αποδίδεται όχι μόνο η θεωρία του Jeremy Bentham, αλλά και του διαδόχου του, του JohnStuartMill. Εδώ αναφορά γίνεται μόνο στον Bentham. Θα ακολουθήσει νέο άρθρο επί της φιλοσοφίας του Mill.
Βιβλιογραφία
-Sandel, J., Michael, «Δικαιοσύνη: Τι είναι το σωστό; », Αθήνα, 2011, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ (Μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιόλης)
-Ελληνικό Σύνταγμα (25.11.2019, Ψήφισμα της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων)
-Ευρωπαϊκή́ Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
Φωτογραφια εξωφύλλου : https://images.wsj.net/im-176800?width=1280&size=1.33333333